H Λαφιώνα ήταν ένας μύθος .
Ένας θρύλος του χωριού .
Κατοικούσε σε κάθε παλιό ερειπωμένο- σχεδόν στοιχειωμένο , σπίτι αλλά κυρίως στην φαντασία των παιδιών.
Φορούσε άσπρα πέπλα τις νύχτες , και τα μαλλιά της ήταν λυμένα στους ώμους και λευκά.
Τις μέρες φορούσε σκούρα μπλέ ή γκρι ,παλιά ρούχα και χανόταν στα γύρω χωράφια.
Είχε μορφή απεγνωσμένης, σχεδόν χαμένης γυναίκας...
Και πάντα κάτι έψαχνε να βρει .
Ήταν η ποινή για όλα τα ομαδικά μας παιχνιδια....
Ο χαμένος θα πάει στο σπίτι της Λαφιώνας...
Δεν έμαθα ποτέ αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο ,..αν πήρε τ όνομα της απ το ομώνυμο χωριό... ή απ τ ‘αλαφιασμένη’.
Μάλλον δεν θέλησα ποτέ να μάθω.
Την άφηνα να απλώνει πέπλα σαν σκιά σε κείνα τα παιχνίδια
Κανείς δεν την φοβόταν όμως...
Μάλλον μαγεμένοι είμασταν απ τα σαλκίμια που κόβαμε και ρουφάγαμε απ τις αυλές της σαν μαγικό της φίλτρο.
Η τελευταία φορά που άκουσα για κείνη ήταν μια ανοιξιάτικη νυχτιά, απ τ ανοιχτό φωτισμένο παράθυρο-παραμονές πανελληνίων,όταν άκουγα τον αδερφό ,στο πρώτο του μεγάλο μεθύσι να δείχνει στην παρέα του ,ακόμα ένα σπίτι της Λαφιώνας στην παρακάτω γειτονιά.
Και κείνοι προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν...
Την συναντώ ακόμα στα πιο περίεργα μου όνειρα...
Περπατάει στις άκρες απ τα γκρεμισμένα σπίτια,στα χάλαντρα και στέκεται στα σάπια παράθυρα.
Δίνει στο κάθε όνειρο τη μυρωδιά παιχνιδιού ,τις νύχτες του καλοκαιριού ,αλάργα απ τη γειτονιά,κρυφά..
Θαρρώ πως ήρθε χτες αργά...
Την ώρα τ Αυγερινού.
Κουβαλούσε μαζί της καπνοδέτη βελούδινο μαύρο, με μικρό κέντημα στη μέση και απ τις δυό πλευρές-ένα μικρό λουλουδάκι κίτρινο με μωβ πέταλα.
Είχε μια στενή κορδελίτσα σαν λουράκι και ολόγυρα του σακουλιού είχε μωβ δαντελίτσα λεπτή.
Όλα στο χέρι κεντημένα...
Κάτι μου είπε πως έχει φυλαγμένο μέσα του.
Ήταν πιο γλυκειά απ όλες τις φορές...
Και μου τ άφησε στο προσκεφάλι....
Άκουσα θρόισμα και ξύπνησα...
Τα πέπλα της χανόταν στην μισοκλειστη πόρτα...
Και βρέθηκα αγκαλιά με τον μικρό μουΉλιο ,να μου δανείζει μια στιγμή , απ τα όνειρα του....
(υ.γ.
κάτι απ τα παλιά...)