Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας

Χτες έγινε η εκδήλωση για την Γιορτή της Γυναίκας από τον Σύλλογο Γυναικών Μανταμάδου, στο Πολύκεντρο του χωριού μας. 
Μεταξύ άλλων διαβάστηκε και το παρακάτω κείμενο.
Είναι ένα κείμενο που έχει πρόσωπο, έχει όνομα και προορισμό. 
Σαν επικήδειος, για έναν άνθρωπο που έφυγε πολύ νωρίς και αγαπήθηκε πολύ απ όσους είχαν την τύχη να τον έχουν στην ζωή τους.









Οι γυναίκες που ξέρω

Οι γυναίκες που ξέρω, γεννούν ζωή.

Βγάζουν απ’ τα σπλάχνα τους καθημερινά αγώνα αγάπη κι αισιοδοξία.  

Ντύνονται τον ήλιο το ξημέρωμα και συνεχίζουν.

 Γεννιούνται για να δίνουν συνέχεια.

Σε κάθε γωνιά της γης, με όλες τις δυσκολίες που τις φόρτωσε η ζωή από τα γεννοφάσκια τους.

Σε κάθε γωνιά του κόσμου, από το χάραμα μέχρι τη νύχτα.
Ελλάδα, Αιθιοπία, Συρία, Αγγλία, Κύπρος, Πακιστάν.
 Βαλίτσες οι ευθύνες τους.
Μια ιστορία θα σας πω απόψε.
Για ένα μικρό κορίτσι που μεγάλωνε σε μια γωνιά μίλια μακριά απ τη δική μας.

Ποτέ μου δεν τη συνάντησα, μόνο σε φωτογραφίες.

Παραμύθι θλιμμένο η ζωή της…
Κορίτσι μικρό, γυναίκα πριν την ώρα της.
Παντρεύτηκε.
Έλαμπαν οι δυο εφηβικές ματιές χωμένες μέσα σε χρυσαφένιους ταφτάδες, κοσμήματα και λουλούδια.
Αμήχανο το παιδικό τους βλέμμα.
Ένα- δυο  χρόνια ζήσανε μαζί.
Ίσα που να γεννηθεί το πρώτο τους παιδί.
Οι δουλειές λιγοστές, τα μεροκάματα τιποτένια, εκείνος έπρεπε να ξενιτευτεί.

Να πάρει τον δρόμο της μετανάστευσης αφήνοντας βαθιά υπόσχεση στα μάτια της πως θα περάσει ο χρόνος. Θα έφτιαχνε τα χαρτιά του και θα ήταν όλοι τους μαζί και πάλι.
Εκείνος, εκείνη και ο γιος τους.
 Ίσα που πρόλαβε να τον δει να περπατάει και να παίξει μαζί του πεντεξι φορές στο πάτωμα.
 Πατέρας πια, χτύπησε τη πιο κοντινή τους πόρτα για ένα μεροκάματο.
Εκείνη, της Ευρώπης.
Ετούτη, της Ελλάδας.
 Σ όποια δουλειά και αν καταπιάνονταν τα κατάφερνε καλά.
 Έπιαναν τα χέρια του, έκοβε και το μυαλό του, έμαθε και τη γλώσσα γρήγορα, όπου και να στεκόταν με αξιοσύνη και αγάπη.
 Όλοι τον αγαπούσαν.
Για να στέλνει το μεροκάματό του στην οικογένεια.
Και να μπορεί να ονειρεύεται μια αλλιώτικη ζωή.
Να ονειρεύονται μια αλλιώτικη ζωή.
Μίλια μακριά ο ένας από τον άλλον.
Μέσα από οθόνες φωτογραφίες και τηλέφωνα.
Η απώλεια εκείνης, του παιδιού του- θέριευαν. Πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια.
Βάρη στο μυαλό και στην καρδιά του.
Η καλή καρδιά του. Μισή δίχως εκείνη.
Δίχως ξεκούραση, δίχως έναν άνθρωπο.
 Μέχρι τη μέρα που χτύπησε.
Τόσο άσχημα που το μόνο που μπορούσε να κουνήσει ήταν τα μάτια και το στόμα του.
 Ένας μήνας η ζωή του.
Μέχρι εκεί έφτασε και η δική της ζωή.
Μίλια μακρυά, αποχαιρετούσε τον άνθρωπό της και τη δική της ζωή.
 Άβουλος θεατής στο κουκλοθέατρο της ζωής της. Δίχως επιλογές, δίχως αποφάσεις…

Κι αν ήθελα απόψε πάνω στη γη, να υπήρχε μια γυναίκα μόνο να γιορτάζει, εκείνο το κορίτσι θα διάλεγα.
Θα διάλεγα να μπορεί, σαν κι εμάς, να δυναμώνει κάθε χρόνο τούτη τη μέρα.
Να νιώθει πως δεν είναι μόνη.
Για κείνες τις γυναίκες οι φωνές μας σμίγουν απόψε και χαμηλώνει η ματιά.
Για να μπορούν αύριο, του χρόνου, δεν ξέρω πότε θα ναι – αλήθεια- να πιαστούν απ’ το δικό μας χέρι και να βαδίσουμε μπροστά.
Μακάρι να πιαστούν απ το δικό μας χέρι.
 Μακάρι να βαδίσουμε μαζί μπροστά.


Πού πήγε;;