Αγαπήθηκαν όσο ποτέ δεν έχουν αγαπηθεί άνθρωποι. Έτσι αγαπιούνται τα παιδιά άλλωστε. Θα ήταν αποτυχημένη κάθε προσπάθεια να περιγραφεί η ευτυχία τους. Γιατί δεν υπάρχουν αυτές οι λέξεις σε κανένα λεξικό.
Έζησαν έτσι. Μέσα σε ένα τόσο δα μικρό κοχύλι. Που είχε μέσα του μια θάλασσα και ένα παλατάκι χτισμένο στις παρυφές του. Σε μια τόση δα μικροσκοπική πραγματικότητα, που εξαφάνισε τις πιο βαθιές βεβαιότητες του κόσμου.
Μια μέρα ο γίγαντας βαρέθηκε να ζωγραφίζει θάλασσες. Πέταξε το κοχύλι με απάθεια προς τα αιχμηρά βράχια ενός ψηλού βουνού. Το κοχύλι διαλύθηκε αθόρυβα. Η γοργόνα ξεράθηκε στα βράχια. Το αγόρι έγινε άντρας. Ένας άντρας που μεγαλώνει και του αρέσει το τριανταφυλλί χρώμα, πάρα πολύ μα πάρα πολύ και πιο πολύ από το κάθε πολύ