Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Εικόνες της Κυριακής

Έχω δυό ιστορίες- εικόνες απόψε απ την απογευματινή μας βόλτα που πριν λίγο τέλειωσε.
Στο λιμάνι, πριν στο λιόγερμα...
 
Την ώρα που γλύκαινε το χρώμα του ο ουρανός.
Την ώρα που έπαιζαν τα σύννεφα, πριν τυλιχτούν στο σκοτάδι.
Την ώρα που έλεγα στον Παναγιώτη ,να αφουγκραστεί τον βουβό αχό της ήρεμης απόψε θάλασσας,
 στην προβλήτα.
Ένας άντρας μοναχική φιγούρα στην άκρη του μώλου.
Μια μπύρα δίπλα του ,
ένα βιβλίο στα χέρια,
 και θαρρείς πως κάτι του έλειπε,
για να γεμίσει η εικόνα.
Απουσία, απώλεια, μεγάλη έλλειψη
Θαρρείς και του έλειπε κάτι απ το πλευρό του.
Με γέμισε μοναξιά η εικόνα του.
Ένα κενό.
Μέχρι που άνοιξα το βλέμμα μου
 Στην απέναντι μεριά του λιμανιού, ένα απίστευτο ιστιοφόρο...
Από εκείνα που αγαπώ.
Από εκείνα που ονειρευόμουνα κάποτε να αποκτήσω...
Και επιτόπου πήγαμε απέναντι...
Για να το δούμε από κοντά.
 
 
Και μάλλον ήταν καλύτερο απ όσο φαντάστηκα.
Μεγάλο ξύλινο, παλιό,ονειρεμένο.
Ένα ιστιοφόρο...
Και αμέσως η μοναξιά και το κενό που μου χε αφήσει η απέναντι μεριά του λιμανιού
έγιναν ελπίδα και ταξίδι.
Για τα πιο μακρυνά μέρη
δυό σκέψεις δρόμος...
Καλό βράδυ...
 
Και το τραγούδι της ημέρας...
 
Φοβάμαι - Μπλε
 
Μέσα στα μαλλιά σου πετάω
τις στιγμές μου μεθάω
σ’ αγαπώ και φεύγω.
Πάνω στα δυο χέρια σου λιώνω
ένα στίχο σκοτώνω πάρε με μαζί σου,
Είσαι πολύ κοντά, είσαι πολύ μακριά...

Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι
μην ακούς τι λέω.
Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι
μην ακούς τι λέω.

Σβήνω, το όνομα σου και σβήνω
την ψυχή μου αφήνω
σε φιλιά που καίνε.
Κοίτα πόσο έχω αλλάξει,
σαν Θεός έχω στάξει, Κυριακή ο χρόνος.
Είσαι πολύ κοντά, είσαι πολύ μακριά...

Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι
μην ακούς τι λέω.
Φοβάμαι φοβάμαι φοβάμαι
μην ακούς τι λέω.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Τα Σαββατοτάξιδα

 

 
 
Έχω ταξίδια απόψε να μοιραστώ...
Και μια διάθεση καθαρά καλοκαιρινή....
Που θες να γεμίσεις εικόνες, να μοιραστείς παιχνίδια να μαζέψεις αρώματα και χρώμα..
Έχω βιβλίο.
Ιζαμπέλ Αλιέντε το Τετράδιο της Μάγια...
Μετα από κανά τετράμηνο αποχής απ το διάβασμα, έφυγα μια βόλτα για Χιλή..
Και εικόνα ... μισοκατεβασμένα στόρια, φως από τις γρίλλιες, μεσημεράκι, ζέστη,μ ένα απαλό αεράκι να δροσίζει , στην αγκαλιά βιβλίο, και ταξίδι...
 
Τ απόγευμα στη θάλασσα με τα μικρά...
Παιχνίδι και γέλια...
Και το απαραίτητο Κατερινόκλαμα...
Πάλι βιβλία βεράντα και άραγμα μετά.
Εγώ με το δικό μου, και τα δυό τους με τα δικά τουςς...
Αγαλλιάζει το είναι μου, που τα βλέπω να τρώγονται με τα βιβλία.
Να σκαλίζουν, να γυρίζουν σελίδες, να κρατάνε από ένα και τα δυό...
Μακάρι...
Πιο μετά πήρα τη μικρή αγκαλιά και ¨σκαρφαλώσαμε¨ψηλά στα βουνά.

 
 
Φτάσαμε μέχρι την Πλάκα της Κερατέας, που έχουν πανηγύρι, για να χαθούμε στην θέα του από ψηλά...
 
Κατηφορήσαμε πάλι στη θάλασσα και στην τελική μας κατάληξη, είχα τον πιο παράξενο επισκέπτη ,που θα μπορούσα να έχω.
Πριν λίγο εδώ πάνω στο βιβλίο ήρθε και έκατσε μια λιβελούλα.
Για πρώτη μου φορά.
 Ήρθε κατευθείαν πάνω μου σαν να ήταν σταλμένη, ή σαν να θελε κάτι να μου πει...

"Οι λιβελούλες ζουν σε υδροβιότοπους, πηγές και γενικά όπου υπάρχει νερό το
  όνομα τους προέρχεται από την λατινική λέξη libella που σημαίνει υδρόμετρο η υδροστάτης η νερούλας και συσχετίζεται με το μέρος που ζουν.
Για ορισμένες φυλές ιθαγενών της Αμερικής η λιβελούλα αντιπροσωπεύει τη γρηγοράδα και την ενεργητικότητα. Για τους ινδιάνους navajo συμβολίζει το καθαρό νερό ,ενώ για τους σαμάνους τον ανεμοστρόβιλο.
Στην Ιαπωνία είναι σύμβολο εσωτερικής δύναμης ,κουράγιου και ευτυχίας και εμφανίζεται συχνά στα γράμματα και τις τέχνες και ιδίως στην ποίηση.
Στην Ελλάδα μας και στην μινωική εποχή εμφανίζεται συχνά σε απεικονίσεις ,τοιχογραφίες και σε λατρευτικές τελετές. .μάλιστα κοσμούσε τον λαιμό θέας της τότε εποχής.
Ο μύθος λέει ότι οι νεράιδες όταν είδαν ότι δεν μπορούν πλέον να συνυπάρξουν με τους ανθρώπους μεταμορφώθηκαν σε λιβελούλες ώστε να κρατήσουν τα φτερά τους και συνάμα να μένουν κοντά στους ανθρώπους και να τις αναγνωρίζουν μόνο όσοι είναι άξιοι.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που μπορούν να ζουν μέσα και έξω από το νερό και να κινούν τα φτερά τους με ιδιόμορφο τρόπο όπως κανένα άλλο έντομο..
 
πηγή :www.neraidokiklos.gr
Και επειδή είπα απόψε να δώσω ένα τόνο πιο ρομαντικό στη τόσο όμορφη βραδυά
θα κρατήσω την ενεργητικότητα και τη γρηγοράδα, την εσωτερική δύναμη και το κουράγιο
που νιώθω πως έφερε η λιβελούλα για να μοιραστώ...
Καλό βράδυ...
 

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Βουτηχτής

(συνέχεια 2)
 


Εκείνος.
Όμορφος άντρας, ψηλός, μελαχρινός.
Γεμάτος μάτια καφέ, γιομάτα πάθη ,γεμάτα χείλη, διψασμένα, γεμάτη καρδιά, και ένα ζευγάρι μεγάλα χέρια.
Παλάμες τεράστιες με ρόζους, δουλεμένα, φτιαγμένα για να αρπάζουν σφουγγάρια και να χωράνε θαρρείς ολάκερη τη θάλασσα, όποτε  ένωνοταν οι χούφτες του.
Βαρύ περπάτημα , στιβαρό και σταθερό. Περήφανο.
Σάμπως και να ανατρίχιαζε η γης ,κάθε φορά που της έριχνε ένα βημα ,το ξερε πως δεν ανήκε εκεί.
Στη θάλασσα ανηκε. 
Μαλλιά μπούκλες κάθε που έβγαινε στη στεριά.
Τη μια χορτασμενος, να ξεχειλίζει συναισθήματα, εμπειρίες, σκέψεις,
την άλλη αχόρταγος, σχεδόν παιδί ,να ζυγιάζει τα πάντα, να παρατηρεί τα πάντα , να ρωτάει να ψάχνει να μαθαίνει όσο πιο πολλά μπορούσε..
Και σαν γελούσε, θαρρείς και άλλαζε η όψη του.
Φώτιζε γύρω του. Το γέλιο του.
Ξεκίναγε απ τις ρίζες των χειλιών και έφτανε στις άκρες του μετώπου.
Κάνοντας τα μάτια του άστρα λαμπρά.
Απ τους καλύτερους βουτηχτάδες του νησιού. Βουτηχτής από μικρός. Απ τα εφτά του μέχρι τα 38 του πια.
Ακούραστος στη δουλειά απ την αυγή μέχρι το σούρουπο.
Την αγαπούσε τη δουλειά του, λάτρευε τη θάλασσα.
Η μεγάλη του αγάπη.
Η αγκαλιά της, πλήρης παράδοση του κορμιού του στα νερά της.
Οι βουτιές, το μούδιασμα η άφεση, η λύτρωση.
Σε κάθε βουτιά της έβγαινε και πιο ελαφρύς.
Θαρρείς και φύτευε φόβους και θηρία σε κάθε του βουτιά.
Σε συγκεκριμένα μέρη κάθε φορά, για να ξέρει από πού να φυλάγεται. Έφτιαχνε παραμύθια και έθαβε οχτρούς.
Πολέμαγε με δράκους, γινόταν Σαρακηνός, κούρσευε χωριά και καρδιές, λαχταρούσε νεράιδες, βομβάρδιζε με φρεγάτες, κάστρα απόρθητα. Νικούσε τον θάνατο,.
Κοιμόταν λίγο κάθε μέρα.
Μην και χάσει κάτι απ τη ζωή. Θα κοιμηθώ μια και καλή έλεγε.
Και ο νους του ταξίδευε στον πατέρα του. Πρόλαβε πριν φύγει να του περάσει τη λατρεία για τη θάλασσα και το πάθος για τη ζωή.
Ρουφούσε κάθε τι μπορούσε να γευτεί και να χαρεί μέχρι τον πάτο.Τα μικρά, τα καθημερινά, τα απλά.
Εκεί ήταν η ζωή.
Τη θάλασσα, τον ουρανό τις νυχτιές, τον άγριο παφλασμό των κυμάτων στα βράχια το χειμώνα, το απαλό αεράκι τα πρωινά της άνοιξης στο πρόσωπο του , τη μυρωδιά θυμαριού στα χωράφια, ένα κομμάτι λυγαριάς κάθε που πέρναγε απ το πλάι της, ένα ποτήρι ρακή τα μεσημέρια, έναν βαρύ ελληνικό μ ένα κουλούρι κανέλλας τα πρωινά, μια χούφτα ελιές και ένα κομμάτι τυρί για κολατσιό, ένα βαρύ λεβέντικο ζειμπέκικο, ένας αμανές να τραγουδάει τον καημό,  ενα παλιό πέτρινο σπίτι δίπλα στη θάλασσα, ένα καίκι αρόδο ακριβώς απέναντι,μια όμορφη γυναίκα στο πλάι του.
Και τούτη τη γυναίκα που μόλις χάθηκε στην αυλόπορτα, την ήθελε στο πλάι του. Του άρεσε απ την πρώτη στιγμή που πέρασε από μπροστά του στο πανηγύρι της Αγιάς Σοφίας τον περασμένο Σεπέμβρη. Η μυρωδιά της του αντάριασε το κορμί.
Και από τότε γύρισε, θαρρείς η ματιά του πάνω της, και την παρατηρούσε. Την αγκάλιαζε.
Το χε μανία από παιδί να βλέπει, να ελέγχει, να αφομοιώνει εκείνες τις λεπτομέρειες, τις κινήσεις, τις ματιές, τους δισταγμούς που απ τους περισσότερους γλιστράνε απαρατήρητες.
Και  είχε πολλά απ τα μικρά, για να παρατηρήσει. Να κάνει βουτιές μέσα της να ξεθάψει.
Γιατί ήταν άνθρωπος, που έμαθε να ζει και να δουλεύει με μια σκανταλόπετρα αγκαλιά στο βυθό της θάλασσας.
Άνθρωπος που έμαθε να ξεθάβει.
Και στο βυθό μαθαίνεις να βλέπεις, να παρατηρείς, να ακούς και να ελέγχεις.
Τα σφουγγάρια,το βυθό, τη θάλασσα, τα ψάρια, τα χρώματα, τις ανάσες, τη πίεση, το σκοτάδι, τα χρώματα, τη ταχύτητα της πέτρας προς τα κάτω, το φως ψηλά, το σχοινί δεσμό, την επιφάνεια, τον ήλιομ τον αγέρα, τη δουλειά χωρίς σταματημό, δυό αδερφές είχε προικίσει με τις βουτιές του .
 Μα απόψε όλα τα χε βαρεθεί. Μόνο στη γειτονιά της έβρισκε απάγκιο τις νυχτιές.
Για κείνο το τσιγάρο και κείνους τους ηχους που της έκλεβε κάθε βραδυά. Και ενώ ξεκίνησε στα κλεφτά στην αρχή, είχε γίνει πια ανάγκη, κάθε βραδυά πριν το σπίτι να κινήσει για εκεί, θαρρείς μαγνητισμένα τα πόδια του τον πήγαιναν μόνα τους, μόνο για να σταθεί ,να αφήσει κανά δυό σκέψεις και έναν αναστεναγμό, να πατήσει δυνατά το αποτσίγαρο και να κινήσει σκυφτός και βαρύς για το σπίτι.
(συνεχ...)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Συνεχίζεται...

Τα βράδυα που μαζεύονταν τα παιδιά γύρω απ το τζάκι, ζήταγαν πάντα παραμύθι,ζήταγαν ένα παραμύθι.
Και η γιαγιά τα έβαζε γύρω της και άρχιζε να λέει κάθε φορά με βουρκωμένα μάτια.
Κάθε φορά άλλες λέξεις , άλλο συναίσθημα, κάθε φορά και όσο μεγάλωναν τα παιδιά το παραμύθι εμπλουτιζόταν με εικόνες αλλιώτικες.
Μα ποτές η γιαγιά δεν κατάφερε να φτάσει το παραμύθι της στο τέλος....

"Χρόνια πριν, πολλά, σε μια μακρυνή χώρα, στο Μακρύγιαλό, ζούσαν μια χούφτα ανθρώποι.
Άνθρωποι γεροί, ατόφιοι, αληθινοί.
Χορτάτοι από μόχθο, ιδρώτα κόπο φαί και αγάπη.
 Άντρες γυναίκες παιδιά και κείνη.
Κάθε πρωί η μέρα ξεκινούσε με τη χαραγή του ήλιου και ο ύπνος χάιδευε τα βλέφαρα όλων με τη δύση του.
Πέτρινα τα σπίτια, ψηλά, χωρίς μπαλκόνι, με τρία παράθυρα στον πάνω όροφο ,δυό στον κάτω και μια πόρτα στη μέση.
Και γύρω γύρω κήπος.
Μάντρες ψηλές, αυλόπορτες τυφλές ξύλινες.
Βαμμένες με λαδομπογιά.
Να μένει η ματιά του περαστικού στη μπογιά.
Δυό μέτρα απ την πόρτα, ο δρόμος και από κάτω η θάλασσα.
Σαν τα κάστρα των παραμυθιών που λαχταρούσε ν ακούει τα βράδυα.
Τις νύχτες του καλοκαιριού, αποκαμωμένη απ την κούραση έβγαινε στην αυλή. Καθόταν καταγής και άπλωνε τα πόδια στο ζεστό τσιμέντο.
Γυρνούσε ψηλά το κεφάλι και μίλαγε με τ άστρα. Έκανε παρέα στον ουρανό. Διάβαζε τα σημάδια της επόμενης μέρας. Για τον καιρό, για τα μελλούμενα. Για τον καιρό κάτι είχε μάθει απ τις παλιές γυναίκες του χωριού. Για τα μελλούμενα ανακάτευε σκέψεις ονείρατα ,θέλω και πορευόταν.
Ήθελε να πιστέψει σ όσα τ άστρα είχαν γραμμένα, μα ήταν και όλα τούτα που ζούσε καθημερνά, και την προσγείωναν πιο κάτω απ τη γη.
Απ την μια άκρη του, στην άλλη-ο ουρανός, κατάμεστος με φώτα και ψυχές αλαργινές.
Και ελπίδα.
Αφουγκραζόταν και μύριζε.
Τα μικρά μέσα παραδομένα, στις μοίρες του ύπνου και των ονείρων.Συχνά πήγαινε πάνω τους ν ακούσει αν κοιμούνται. Ο φόβος της. Έτρεμε. Φοβόταν. Για τούτες τις δυό ζωές που της είχαν αφεθεί στα χέρια όταν πήρε την απόφαση να τον αφήσει να φυγει.
 Η λύτρωση και των δυό. Και τη λευτεριά την αγαπούσε από μικρή.
Και έμεινε εκεί να παλεύει με την ανατροφή τους, την αγάπη τους, τις ερωτήσεις τους, τον καθημερινό μόχθο και τις αδιάκριτες ματιές των άλλων.
Και από εκείνη τη μέρα της λευτεριάς η νύχτα έγινε συντροφιά της και ο ύπνος ξένος.
Και μόνο εκεί κατά το χάραμα δυό ώρες πριν ξυπνήσουν παραδινε το σώμα της στον ύπνο του αυγερινού.
Μέσα απ τα βαθουλώματα των ματιών της, απ τον ύπνο που έλειπε, έλαμπαν δυό μάτια .
Δυό μάτια σχεδόν παιδικά, αχόρταγα να δουν, να μελετήσουν να ζυγιάσουν.
 Να χαθούν στο απέραντο της θάλασσας κάθε που φούσκωνε από τον Άνεμο, να μελετήσουν τα σύννεφα και τον καιρό που φέρνουν, να μετρήσουν τ άστρα τις νυχτιές και να χαθούν στην ομορφάδα που απλώνοταν γύρω της.
Τούτος ο κόσμος της και τον μάθαινε καλά.
Τον αγαπούσε.
Έτσι όπως μια γυναίκα ξέρει να αγαπά. Να φλερτράει η ψυχή της.
Να λαχταράει να δει. Να αδημονεί να νιώσει.
Σάμπως και είχε νιώσει ποτέ της;;Με κούκλες έπαιζε σαν της είπαν πως θα παντρευτεί.
 Ποιόν θα παντρευτεί.
 Ποιός θα την έκλεινε σε τούτο το μαντρότοιχο. Και μετά θα την ξεχνούσε.
Την θυμήθηκε δυό φορές που την έκανε μάνα.
Μετά πιοτί, χαρτιά, καφενές ξενύχτια.
 Και σαν γυρνούσε μια γυρισμένη πλάτη τοίχος.
 Και τα όνειρα της αφημένα έξω.
Θαμμένα και σκεπασμένα καλά.
Να μην μπορεί κανείς να μαντέψει τί βρίσκεται από κάτω.
Θάφτηκε κει κείνη στο μαντρότοιχο της να μην βλέπει κανέναν. Μόνο τη θάλασσα καρσί.
Αδιάκριτες ματιές περαστικών.Να ξεγυμνώνουν. Αδιάκριτα γυναικεία βλέμματα, πεινασμένες ανδρικές ματιές. Όλα τα χε σιχαθεί.Και δεν μίλαγε σε κανέναν.Ούτε κείνοι της μιλούσαν. Γυναίκα και να διώξει τον άντρα της;
Γιατί τί της έκανε;
Μήπως την μαύριζε στο ξύλο ή μην δεν έφερνε λεφτα στο σπίτι;
Την απομόνωσαν όλοι από εκείνο το βράδυ του χαμού.
Ακόμα και η ίδια της η μάνα.Τί τις ήθελε  βραδυάτικα τούτες τις θύμησες;;
Σιχτήρισε από μέσα της και συνέχισε να φτιάχνει μανέστρα με τα δυό της δάχτυλα.
Να στρίβει με μανια το ζυμάρι.
Έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαθειά.
Τούτη τη βραδιά η νύχτα μοσχοβόλαγε λεμονιά και γιασεμί.
Και στον ουρανό τ αστέρια αδύναμα να ρίξουν λάμψη.Τρεμόπαιζαν σαν τα μάτια της πάνω τους.Η σελήνη θαρρείς και κάτι της ψιθύριζε από μακρυά ,κάτι της έγνεφε και της σκόρπισε μια περίσσεια ανυσηχία.
Προαίσθημα.
Μπούρδες.
 Ότι είχε να της δείξει η μοίρα δεν ήταν κάτι που γράφτηκε στ αστέρια..Έβαλε την ψυχή με το ζόρι για ύπνο.
Το κορμί της δεν μπορούσε να βρει ησυχία .Απ τα σκαλιά στο πάτωμα και απ το πάτωμα να κόβει βόλτες στην αυλή.
Η θάλασσα.
Παφλασμός. Ανύσηχος. Λες και αντέγραφε το κορμί της. Νοτιάς ο καιρός, ήμερος, απαλός. Χάδι στο κορμί και στο κύμα.
Να χε ένα χέρι χάδι πάνω της. Να την γεμίσει αγάπη και αγκαλιά.
Να μοιράσει όνειρα και λέξεις με τη σιωπή της.
Να χε ένα στόμα να της πει εδώ είμαι μην φοβάσαι.
Κρυφοί πόθοι μαχαιριές.
 Πώς κατάφεραν και ξεθάφτηκαν πάλι.
Έριξε μια ματιά στα μικρά και ξεμαντάλωσε την πόρτα. Την καλούσε η θάλασσα. Το χε ανάγκη.
Κανένας τριγύρω. Πέταξε τη φούστα της και έπεσε κατευθείαν δίχως δισταγμό και σκέψη σε μια βουτιά ατέλειωτη βαθειά, ολοκληρωτική.
Βουτιά της άφεσης και της ανάγκης.
 Η αγκαλιά της θάλασσας. Η λύτρωση από κάθε σκέψη, λαχτάρα και όνειρο.Αγκαλιά ταξίδι.Κολύπμησε με δύναμη, σχεδόν μανιασμένα να εκτονώσει το κορμί της να το κουράσει, να το καταπονήσει.Έφτασε μέχρι εκεί που δεν μπορούσε να νιώσει τα πόδια της απ το ΄κρύο και γύρισε πίσω.
Στη μέση σταμάτησε και ξάπλωσε απαλά πάνω στη θάλασσα βυθίζοντας τ αυτιά της στο βυθό της. Ν ακούσει από μακρυά γοργόνες και πειρατές να της τραγουδάνε.
Κρύωσε. Το στόμα της έτρεμε απ το κρύο και αυτή όσο και να σφιγγόταν βγαίνοντας δεν μπόρεσε στιγμή να το σταματήσει.
Τυλίχτηκε στην πετσέτα ,πήρε τη φούστα και τρύπωσε μέσα στην πόρτα.
Και καθώς έστριβε για να μπει , τινάχτηκαν τα πολύ μακρυά μαλλιά της κάτω στέλνοντας σταγόνες στον τοίχο του σπιτιού και κίνηση στη νύχτα.
.
Τούτη η κίνηση ήταν που πρόφτασε να δει απ τη γωνιά καλά κρυμμένος και κείνος.
Μήνες τώρα κάθε νυχτιά θα πέρναγε να κάνει ένα τσιγάρο βαρύ στριφτό, στη γωνίτσα στο προηγούμενο στενό.
Μην τύχει και τον πάρει κανά μάτι .στη γειτονιά της ζωντοχήρας.
Και κάθε βράδυ πίσω απ τη μυρωδιά του καπνού έψαχνε κάτι δικό της να χει να ονειρεύεται πριν κοιμηθεί.
Μια απλωμένη μπουγάδα να μοσχοβολάει σαπούνι, ένα φαγητό να σιγοψήνεται στο πετρογκάζ, μια μακρυνή μυρωδά δική της, έναν αναστεναγμό, έναν ήχο από μια κίνηση της. Κάτι, ότι να ναι.
Την ήθελε τούτη τη γυναίκα.Την ήθελε από κείνη τη στιγμή που έμαθε πως τον έδιωξε.
Ή σαμπως να την ήθελε πιο μπροστα; Δεν θυμάται από πότε την ήθελε. Την ήθελε όμως.
Την έβλεπε πάντα από μακρυά , τις κινήσεις της, τα χαμηλωμένα μάτια, τον κόσμο που απόδιωχνε, τα σουρτα φέρτα που δεν είχε, τα παιδιά της που μεγάλωνε, μόνη της,τα τραγούδια που τους έλεγε απαλά και χαμηλόφωνα τα βράδυα, σαν τα πλενε , το γέλιο που έλαμπε πίσω απ τα μάτια της, την σοβαρή της όχη , σχεδόν παγερή να κρύβει τη φωτιά του κορμιού της.
Και τις Κυριακές στην εκκλησιά στο σκαλί   απέναντι στο προαύλιο την περίμενε ναβγει να τη δεί, να αφήσει τα μάτια του να ταξιδέψουν στο κορμί της και να φύγει.
Ώρες ώρες του ρχόταν να την αρπάξει με το ζόρι, να τη βάλει στο καίκι του και να φύγουν.
Μα τούτα τα μικρά της του κοβαν τη φόρα.Μισή γυναίκα δενήθελε. Την ήθελε όλη στο πλευρό του Ολόκληρη.
Απ το πρωί μέχρι το βράδυ..."



(...συνεχίζεται)

 

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Full



.
Το παράπονο
Βαριά βραχιόλια οι λύπες
πώς μ' αγαπάς δεν είπες
το 'χω παράπονο, μάνα μου, στόμα μου
κι ας πέθανε το σώμα μου
Δεν θέλω, φως μου, κόσμο
στα χείλη μου έχω δυόσμο
το 'χω παράπονο, πάρε μου, ζήτα μου
της λησμονιάς σαΐτα μου

Σου στέλνω μ' ένα γράμμα
του φεγγαριού τη λάμα
πάρ' τη και χτύπα με, μάνα μου, τρέλα μου
κι αν κλαίει η ψυχή σου γέλα μου

Η ξενιτιά
Ψηλά βουνά κι εσείς των άστρων θωριές
ποτάμια αχνά, ελάτια, δάφνες μυρτιές
Την καρδιά μου, αχ, φωτιά μου όποιος δει
να του πει να 'ρθει κοντά μου, μην αργεί
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ' το σεβντά μου όλη η Γη

Φαράγγια υγρά κι εσείς των δράκων σπηλιές
αητών φτερά κι ανέμων μαύρες φωλιές
Την καρδιά μου, αχ, φωτιά μου όποιος δει
να του πει να 'ρθει κοντά μου, μην αργεί
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ' το σεβντά μου όλη η Γη

Αηδόνι εσύ, πλανεύτρα στάχτη που καις
με ποιο κρασί μεθάει τα μάτια του πες
Την καρδιά μου, αχ, φωτιά μου όποιος δει
να του πει να 'ρθει κοντά μου, μην αργεί
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ' το σεβντά μου όλη η Γη
 
 
 
Νύχτα καλοκαίρι και ήχοι.
Βεράντα και η θάλασσα αστραφτοβολάει στην όψη του ολόγιομου φεγγαριού.
Σαν πρόσωπο στην γέμιση του.
Εικόνα και παράπονο.
Τις στιγμές που τα μάτια γερνάνε.
Γυρνάνε προς τα κάτω.
Κλείνουν.
Εικόνες ταξίδια.
Σιωπηρά.
Άηχα.
Φουσκώνουν μέσα μου και ουρλιάζουν.
Σαν τη θάλασσα χτες βράδυ, που ξαφνικά ταράχτηκε
και σήκωσε το πιο ψηλό της κύμα,
για να μείνει μόνη με το φεγγάρι.
Ή μόνη με τον αγέρα να την ανταριάζει.
Μάτια κλειστά και μια ιστορία απ το στόμα της γιαγιάς,
να με παρασέρνει.
Να λέει για πόλεις μακρυνές, άλλες χώρες.
Γιαλιά παρατημένα σ ένα βιβλίο και η νοσταλγία όλου του κόσμου να χωράει σε δυό φύλλα.
Τόσα ταξίδια κρυμμένη σε μια τσέπη πουκάμισου..
Τόσες εικόνες, με ένα χτύπο καρδιάς, τραγούδι.
Αλλάζει η ματιά, αλλάζουν τα λόγια, αλλάζουν οι σκέψεις.
Και οι φόβοι.
Μα απόψε, παραμονή του πεντάμηνου, θέλω μόνο μια μπύρα πικρή. και παφλασμούς στη σκάλα.
Στο πέτρινο σπίτι.
Ακριβώς απέναντι απ τ όνειρο

full moon
full thoughts
full
Όλα στο φουλ.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Στιχάκια

Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Αφησέ με να ρθω μαζί σου.
 
Γ. Ρίτσος
 
 
 Θυμάμαι  ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά
το ανθρώπινο βάρος σου.
Το ανθρώπινο σώμα σου
πηλό και αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη...
 
Οδ. Ελύτης
 
 
 
 
Εσύ πώς ήρθες;
Πώς μπήκες στη ζωή μου;
Τόσο καιρό πού ήσουν κρυμμένος;;
Στις φυλλωσές των δέντρων,
στον Άνεμο
ή μήπως ήρθες με τη βροχή;;
 
Β. Παπαδοπούλου-Μπουλούκου.
 
 
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το "τί" καί το "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
 
 Οδ. Ελύτης
 
 
Δυο τρία αγαπημένα στιχάκια σφραγίδα της μέρας, πριν γύρουν τα βλέφαρα, φέρουν σκέψεις και όνειρα να κάνουν συντροφιά στα τριζόνια της νυχτιάς.
 
 
I want you - Elvis Costello
 
Oh my baby baby I love you more than I can tell
I don't think I can live without you
And I know that I never will
Oh my baby baby I want you so it scares me to death
I can't say anymore than I love you
Everything else is a waste of breath
I want you
Youve had your fun you don't get well no more
I want you
Your fingernails go dragging down the wall
Be careful darling you might fall
I want you
I woke up and one of us was crying
I want you
You said young man I do believe you're dying
I want you
If you need a second opinion as you seem to do these days
You can look in my eyes and you can count the ways
I want you
Did you mean to tell me but seem to forget
I want you
Since when were you so generous and inarticulate
I want you
Its the stupid details that my heart is breaking for
Its the way your shoulders shake and what they're shaking for
Its knowing that he knows you now after only guessing
I want you
Its the thought of him undressing you or you undressing
I want you
He tossed some tatty compliment your way
I want you
And you were fool enough to love it when he said
I want you
I want you
The truth can't hurt you it's just like the dark
It scares you witless
But in time you see things clear and stark
I want you
Go on and hurt me then well let it drop
I want you
Im afraid I wont know where to stop
I want you
Im not ashamed to say I cried for you
I want you
I want to know the things you did that we do too
I want you
I want to hear he pleases you more than I do
I want you
I might as well be useless for all it means to you
I want you
Did you call his name out as he held you down
I want you
Oh no my darling not with that clown
I want you
Youve had your fun you don't get well no more
I want you
No-one who wants you could want you more
I want you
Every night when I go off to bed and when I wake up
I want you
I want you
Im going to say it once again til I instill it
I know Im going to feel this way until you kill it
I want you
I want you
 
Καληνύχτα είπαμε;;

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Τριανταφυλλάκι



Τριανταφυλλάκι - Πασχάλης Τερζής
 
Θα μπαρκάρω στα καράβια, θα με πάρει η θάλασσα,
με τα λάθη μου, καρδιά μου, τη ζωή σου χάλασα,
φεύγω και να μη δακρύζεις που θα είμαι χώρια σου,
δεν αξίζω τη συμπόνοια και την στεναχώρια σου.

Ωχ αμάν λησμόνησέ με και μην κλαις κουκλάκι μου
μη μαραίνεσαι για `μένα τριανταφυλλάκι μου,
μη μαραίνεσαι για `μένα τριανταφυλλάκι μου.

Θα μπαρκάρω στα καράβια, θα χαθώ στα πέλαγα,
να γλιτώσω απ’ τις τύψεις που έκλαιγες και γέλαγα,
φεύγω για να μη σου δώσω, μάτια μου, άλλες συμφορές,
δεν σου αξίζουνε οι πίκρες, μόνο γέλια και χαρές.

Ωχ αμάν λησμόνησέ με και μην κλαις κουκλάκι μου
μη μαραίνεσαι για `μένα τριανταφυλλάκι μου,
μη μαραίνεσαι για `μένα τριανταφυλλάκι μου.
Καλό βράδυ


2

 

Florence and the machine - Over The Love

Ever since I was a child
I've turned it over in my mind
I sang by the piano
Tore my yellow dress and
Cried and cried and cried

And I don't want to see what I've seen
To undo what has been done
Turn off all the lights
Let the morning come, come

Now there's green light in my eyes
And my lover on my mind
And I sing from the piano
Tear my yellow dress and
Cry and cry and cry
Over the love of you

On this champagne-drunken home
Against the current of gold
Everybody see I love him
'Cause it's the feeling that you get
When the afternoon is set
On the bridge into the city

I don't want to see what I've seen
To undo what has been done
Turn off all the lights
Let the morning come

There's green light in my eyes
And my lover on my mind
And I sing from the piano
Tear my yellow dress and
Cry and cry and cry

'Cause your're a hard soul to save
With an ocean in the way
But I'll get around it
'Cause your’re a hard soul to save
With an ocean in the way
But I'll get around it

Now there's green light in my eyes
And my lover on my mind
And I sing from the piano
Tear my yellow dress and
Cry and cry and cry
Over the love of you

Cry and cry and cry
Over the love of you
(I can see the green light
I can see it in your eyes)
Cry and cry and cry
Over the love of you

I can see the green light
I can see it in your eyes
 
 
 
What are the chances - Dusk
 
Tell me what are the chances
of me drinking alone
of aching for you to the bone?
tell me what are the chances
this bottle could keep me alive
without you by my side?

and Tell me what are the chances
of me meeting you in the rain
with nothing to say...

I had a dream I was on fire
you were watching me closely
then you just left
I had a dream it turned into nightmare
you were light
now only darkness i see,
you were all I desired..

and Tell me what are the chances
of me meeting you in the rain
for second chances...

All my friends seem to remind me
of the bitterness that I feel
and how you despise me..
Tell me please what are the chances
of me leaving doors open wide ...
of you coming in with a smile..

and Tell me what are the chances of me meeting you in the rain
with nothing to say...
and Tell me what are the chances of me meeting you in the rain for second chances...

Tell me please is this the end ?
cause I've run out of chances my friend..
I've run out of chances..
Tell me please I'm closed to myself
I feel beaten and broken again..
beaten and broken..

and Tell me what are the chances of me
leaviing you in the rain
all covered in pain...?
and tell me what are the chances of you
passing me by in your car
when I was still there..
left alone with my chances ,
with my nightmares , withn my hopes and fears to dry...
you are a nightmare... it's a nightmare ...

What are the chances of me...?
What are the chances of you...?

Tell me please my guardiian angel...will you come for me?
will you come for me...?
 
 
Τα δεδομένα αλλάζουν, οι φωνές χαμηλώνουν, οι ερωτήσεις πληθαίνουν,
γίνονται γωνία αιχμή και πληγή..
Γίνονται όμως.
Και οι απαντήσεις καθηλώνουν και δίνουν ανάσες πίσω από τους φόβους.
Ανάμεσα σε μια νύχτα που παραμένει ωχρή και την αυγή ν αναβρύζει χρώματα.
Ανάμεσα σε ματιές γερασμένες
και άλλες της νίκης χωρίς καν τον πόλεμο,
χάθηκα απόψε, σ αυτά τα δυό τραγούδια.
Διπλός ο αριθμός.
Δυό ζευγάρια μάτια,
δυό τραγούδια,
δυό μήνες
Μετά.
Πάλι κοντά.
Αλλιώς πάλι.
Με όνομα, στίγμα και εικόνα.
Καλό βράδυ.

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Μετς



Βουτιά μεγάλη σήμερα.
Η τύχη απ τη μια, η ανάγκη απ την άλλη.
Και όσο δεν συνειδητοποίησα το μέγεθος  της το πρωί, μόλις έβαλα τα παιδιά για ύπνο, έψαξα να βρω ένα κομμάτι χαρτί, με δυο τρείς λέξεις πρόχειρα γραμμένες στο σίδερο απ τα κάγκελα μπαλκονιού.
7 χρόνια μετά.
Το χαρτί αν θυμάμαι καλά ήταν το εσωτερικό χαρτί από παυσίπονα. 
Εκεί που παύουν οι οδηγίες χρήσης, και μένει κενό, λευκό.
΄Ηταν ότι είχε απομείνει μετά το πακετάρισμα.
Το χαρτί-ανάγκηναγράψωτώρα, δεν το βρήκα ακόμα.
Άνοιξα το ημερολόγιο εκείνης της χρονιάς.
2/8/2006
Τετάρτη.
Σούρουπο.

Στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Ακουμπισμένη άτσαλα, μάτια γεμάτα, και ένα πακέτο κάμελ στο πλάι.
Ένα άδειο διαμέρισμα πίσω και ένα μπαλκόνι να χάσκει άδειο.
Άδειο από φωνές, άδειο από παρέα, άδειο από τραπεζάκι, καρέ και τη γλάστρα του βασιλικού για στόλισμα.
Μια καρέκλα και μια γλάστρα με γιούκα τέρμα δεξιά.
Αυτά θα έμεναν εκεί.
Ρίζες.
Ησυχία.
Συναισθήματα ανακατεμένα.
Χαρά, λύπη, σκέψεις όνειρα.
Υδροκρίτης και στο βάθος μια πόλη ν ανάβει σιγά σιγά.
"Μια πόλη που μάζεψε και έκλεισε αναμνήσεις ,πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις.8 ολάκερα χρόνια γεμάτα .Στάλες ονείρων, σημάδια και ευχές..." οι αράδες στο μερολόι.
Ημερολόγιο 2006 
Κι εγώ θα σ αγαπάω κάθε μέρα

Η μικρή είχε ήδη κάνει το μεγάλο βήμα της μετακόμισης, μερικές μέρες πριν, και το σπίτι ανέδινε μοναξιά και στιγμές.
 Στιγμές μαζί της. 
Γέλια, χαρά, τραγούδια, χοροπηδητά, ταινίες, τσακωμοί, μούτρα, άπλυτα μαχαιροπήρουνα, μαγειρέματα, αγκαλιές, έννοια, νοσοκομεία,μπαράκια, άνθρωποι, παρέες, τάβλι,βιβλία,ρούχα,σημειώσεις, πασιέντζες όνειρα όνειρα όνειρα όνειρα  και όλα πάλι ξανά κύκλος να δένει κάθε μέρα πιο πολύ.
Όλα αυτά και εκείνη δίπλα, παρούσα, μοίρασμα στα δύο.
Θυμάμαι.
Και ήρθαν όλα μαζί απόψε το σούρουπο, επισκέπτες λυπημένοι και απώλειες κενά.
Τις νοσταλγώ εκείνες τις μέρες.
 Τις λαχταράω. 
Μυρίζουν λεμόνι, γιασεμί και φρεσκάδα. 
Μυρίζουν βραδάκι καλοκαιριού στην Αθήνα.
Μυρίζουν βόλτες και ξεγνοιασιά.
Τις ώρες της επιστροφής στο σπίτι, πάντα οι μυρωδιές ήταν πιο έντονες.
Τίποτα δεν θ άλλαζα, στιγμή, δευτερόλεπτο.


Και μου ναι βαρύ και ασήκωτο το σημερινό.
Η απόλυτη προσαρμογή στο τότε το τώρα το πάντα.
Πώς τα κατάφερες πάλι και εναρμονίστηκες με το τοπίο;;;
Βαθύ, μεγάλο τεράστιο ευχαριστώ.
Στις 17 του Ιούνη της ίδιας χρονιάς ένας στίχος αφιέρωμα...

Πεθαίνει η μέρα κάθε νύχτα κι 
αναγεννιέται πάλι την αυγή.
Κι εσύ κοιμάσαι ανέμελα 
λουσμένος φως
φρέσκου πρωινού 
ντυμέενος μόνο 
με την ολονύκτια 
αγάπη μου

Ρένα Πετροπούλου - Κουντουρή



Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Μπαλκόνι

 
Έχω δυό μελωδίες στά αυτιά και έναν τοίχο πρόχειρα χτισμένο.
Ανεβασμένος μέχρι τα κάτω τσίνορα.
Θάφτηκε ο ήλιος, έσβησε η λαχτάρα.
Ζέστη τ απομεσήμερο.
Άπνοια
Ο δρόμος για τη θάλασσα, ξυπόλητη, ξερά χορτα, η αίσθηση της λευτεριάς πάνω στο ξερό χώμα.
Εσύ στο τέλος του δρόμου να γελάς, γεμάτος πίστη και ηρεμία.
Εκνευριστική σιγουριά.
Αλλαγή σελίδας.
Καμία διάθεση για συναντήσεις απόψε.
Ούτε κουβέντες.
Ένας πρόχειρος ύπνος στη βεράντα.
Στη κούνια της βεράντας.
Ο χώρος μικρός, η αίσθηση οτι αιωρείσαι στο κενό και πέφτεις.
Όπως τις νύχτες τις μεγάλης κούρασης, που αμέσως μετά τη στιγμή που σε παίρνει ο ύπνος, τα νεύρα σου τινάζονται στιγμιαία, και ξυπνάς νιώθοντας πως πέφτεις.
Πέφτω απόψε, και δεν θέλω κανέναν να με κοιτάει, να με κρατάει, ή να με σπρώχνει.
Μη μου αγγίζεις τη ψυχή.
Τραγούδια, αιτίες,  λάθη,  παραπτώματα,  σκέψεις, πληγές  απουσίες, λέξεις, ο χρόνος που φεύγει που δεν φτάνει, και γω που ούτε θέλω, ούτε μπορώ πια.
Ούτε στη βεράντα θα φτάσω ούτε λέξη θα πω.
Λέξη μην πεις μέχρι το ξημέρωμα.
Εκείνη τη πρίζα στο μπαλκόνι να φτιάξω,
να πάρω τα κατσαβίδια και να τη φτιάξω,
 σαν τότε στο Μετς, που έμαθα να τα κάνω όλα μόνη,
μπορούσα να τα κάνω όλα μόνη,
 άντεχα να μην ζητάω βοήθεια και αγκαλιές..
Όύτε βοήθεια ούτε αγκαλιά,
 ούτε λίγο να γκρινιάξω να με πιάσει το παράπονο,
να γίνω παιδί,
να ζητάω βοήθεια και αγκαλιά να γείρω
να μεγαλώσω πάλι και ν ανοίξω τα μάτια.
Θα χει έρθει η Δευτέρα, και τούτη η Κυριακή, κάθε Κυριακή θα χει μείνει πίσω.
Κάθε φορά και λιγότερο.
Κοντεύω
Μέχρι τη μέρα που όλες οι μέρες να είναι Κυριακές,
με το μπαλκόνι στη θάλασσα, και τη σκούνα αρόδο στο λιμάνι...
Ουφ βαριές οι σκέψεις βαριά τα ονείρατα.
Δίκοχα μαχαίρια.
Λάμες.
Καληνύχτα.
 

 
Καινούρια σελίδα - Λένα Αλκαίου
 
Εκεί που έγειρα και κάθισα στο χώμα
κι είπα δεν έχει ούτε μπρος ούτε και πίσω
εκεί που έπαψα να αισθάνομαι το σώμα
κι έγινε αδιάφορο το πού και πώς θα ζήσω
είδα ψυχή μου τη ψυχή μου να σηκώνεται
είδα το χέρι σου στο χέρι μου ν΄απλώνεται
εκεί που έπαψα να ψάχνω για ελπίδα
ήρθες και γύρισες αγάπη μου σελίδα

Εκεί που όλα είχαν χαθεί
είσαι για μένα η στροφή
είσαι η αφή είσαι το χάδι
που το δέρμα μου ζητούσε
Μεσ΄της ψυχής μου τη βροχή
ήρθες απρόσμενη ευχή
είσαι η αρχή είσαι το άλφα
που η ζωή μου απαιτούσε
Εκεί που όλα είχαν χαθεί

Εκεί που νόμιζα πως μπήκε η τελεία
ήμουνα έτοιμη την πένα να αφήσω
εκεί που χάθηκε η πίστη στη φιλία
κι ήταν αδιάφορο τον ήλιο ν΄αντικρίσω
είδα ψυχή μου τη ψυχή μου να σηκώνεται
είδα το χέρι σου στο χέρι μου ν΄απλώνεται
εκεί που έπαψα να ψάχνω για ελπίδα
ήρθες και γύρισες αγάπη μου σελίδα

Εκεί που όλα είχαν χαθεί
είσαι για μένα η στροφή
είσαι η αφή είσαι το χάδι
που το δέρμα μου ζητούσε
Μεσ΄της ψυχής μου τη βροχή
ήρθες απρόσμενη ευχή
είσαι η αρχή είσαι το άλφα
που η ζωή μου απαιτούσε
Εκεί που όλα είχαν χαθεί

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Πώς ν αναπνεύσω



Πώς ν αναπνεύσω - Δημήτρης Ζερβουδάκης
 

Μόλις στα πόδια μου τολμάω να σταθώ
βρίσκεσαι πάλι εκεί
να μου ξυπνάς τα ανεκπλήρωτα
Λαχτάρα παίρνω δυνατή
στα χέρια σου αφήνομαι

Πως ν’ αναπνεύσω δεν έχω αέρα
πως να κρατήσω άλλη μια μέρα
Πως μου ζητάς επιστροφή σ’ αυτά που αφήνω
όταν με φέρνεις πιο κοντά σου εσύ

Είσαι εδώ παντού σε έχω
κι ας μην υπάρχεις στο άδειο δωμάτιο
του στεναγμού μου
Αιθέρια με πολιορκείς στα σύνορα
στα όρια του νου μου

Πως ν’ αναπνεύσω δεν έχω αέρα
πως να κρατήσω άλλη μια μέρα
Πως μου ζητάς επιστροφή σ’ αυτά που αφήνω
όταν με φέρνεις πιο κοντά σου εσύ
 
Έπιασε πάλι άπνοια καθώς σουρούπωνε.
Και εκεί που έψαχνα λίγο αεράκι ,σαν αυτό που με χτύπησε στιγμιαία το απόγευμα απ τ ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου,
πέτυχα αυτό το τραγούδι.
Πρώτο άκουσμα, άγγιξε χορδές.
Έπεται συνέχεια μουσική απόψε.
Κάλό βράδυ.
 



Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Καλοκαίρι



Βρέθηκε στα χέρια μου σήμερα ένα φυλλαράκι από απήγανο (μάλλον).
Εκείνο το φυτό που φυτρώνει στην ακροθαλασσιά και στις γύρω παραθαλάσσιες περιοχές
Και κάνει όλο τον τόπο να μυρίζει καλοκαίρι.
Να μυρίζει νησί.
Μ ένα κλαράκι.
Έκλεισα τα μάτια σφιχτά, το έφερα στη μύτη μου απαλά και έφτασα στο νησί.
Μνήμη ταξίδι βουτιά.
Μυρωδιά , η αγαπημένη μου αίσθηση, η πιο κοντινή στη μνήμη.
Η μόνη που μπορεί να με πετάξει στο νησί επιτόπου.
Στο νησί και στην παιδική μου ηλικία.
Εικόνες.
Μεσημέρι στο χωριό.
Στις 4 τ απόγευμα, με το λεωφορείο της γραμμής.
Ήλιος πολύς.
Η μάνα, εγώ απ το ένα της χέρι, ο αδερφός απ το άλλο.
Γύρω στα 6-7. 
Ένα ψάθινο καπέλο η μάνα, ένα άσπρο ψαθάκι εγώ, ο αδερφός δεν θυμάμαι.
Η σαγιονάρα στραβοπατημένη να σέρνεται πίσω απ το πόδι .
Μια τσάντα θαλάσσης ριγέ περασμένη στον ώμο της.
Μέσα στην τσάντα μια ψάθα, μια πετσέτα άσπρη με κιτρινοκαφέ στάμπες και το ταπεράκι με τους κεφτέδες.
Πεδή, μετά από κανα δεκάλεπτο.
Ήλιος , ντάλα και τα τζιτζίκια να σου παίρνουν τα μυαλά.
Στο εξοχικό του θείου. 
Καγκελόπορτα, δεμένη με σχοινί.
Άνοιγμα και ο ένας πίσω απ τον άλλον στη σειρά στο μονοπάτάκι ανάμεσα στα χόρτα, τα κίτρινα στάχυα και το καλοκαίρι.
Στο δρόμο για τη θάλασσα.
Και περνώντας απ τα χόρτα οι παλάμες ανοιχτές να αγγίζουν τη φύση, και να ξεσηκώνουν τις μυρωδιές των χορταριών, των θάμνων και του καλοκαιριού.
Να ανεβαίνουν οι μυρωδιές να σου  τρυπάνε τη μύτη, να σου παίρνουν  την ψυχή και να σου φουσκώνουν το βλέμμα.
Να χαράσσουν μέσα σου μαλάματα , να τα σφραγίζουν για να μπορείς να βουτάς μέσα τους 30 χρόνια μετά.Μ ένα κλαράκι.
Πέταξα σήμερα το πρωί.
Ανέβηκα στις φτερούγες ενός όμορφου γλάρου και περνώντας ανάμεσα στο λευκό και στο γαλάζιο, έφτασα στον παράδεισο, με τον δικό μου ορισμό, τις δικές μου λέξεις, ματιές, συναίσθημα, μνήμη, 
μυρωδιές.
Στο καλοκαίρι μου.
Ευχαριστώ...

Και επειδή την αγαπώ πολύ και ας είναι διαφήμιση


Το καλοκαίρι γύρισε σήμερα το πρωί στην αγκαλιά μου...
 Τ αγαπάω το καλοκαίρι μου...

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Αναβρασμός

 
 
Δύσκολες μέρες, γεμάτες γεγονότα πληροφορίες και συμβάντα.
Αναταραχή είναι η μια λέξη.
Αναβρασμός.Αλλαγή.
Και είναι γενική.
Τουρκία, Ελλάδα, καθημερινότητα.
Η Ερτ έπεσε.
Και αλήθεια δεν δίνω δεκάρα για τους μισθούς που έπαιρναν οι εργαζόμενοι,
με νοιάζει που 2500 οικογένειες ακόμα ,θα ζοριστούν, θα στερηθούν,
θα νιώσουν ανεργία.
Θα προστεθούν στα 2.000.000
Για όσο, και όπως.
Φίμωση η μια λέξη.
Χούντα η άλλη..
Με νοιάζει που η δημοσιογραφία όπως πρέπει να ναι, θα φανερωθεί- ελπίζω δλδ- τώρα,
που πια απροκάλυπτα και χουντικά μπήκε λουκέτο στην κρατική δημόσια τηλεόραση.
Στα κρατικά δημόσια νοσοκομεία,
στα σχολεία,
στα πανεπιστημιακά ιδρύματα,
στο δημόσιο αερομεταφορέα,
στην επιχείρηση ηλεκτρισμού...
σε όλα όσα τόσα χρόνια κλείνουν,
καταστρέφουν,
ξεπουλάνε,
χαρίζουν,
και μεις θεατές ... της ζωής των άλλων....
Ας κάτσουμε όμως λίγο πιο βαθειά και πιο αναπαυτικά στον καναπέ.
Εγώ, εσύ, εμείς.
Α και οι εκλογές...
Ανελλιπώς και απαραιτήτως στήριξη και ψήφος.
Στους ίδιους πάντα, μην ξεχνίομαστε...
Γιατί, πώς να το κάνουμε....
Δεν έχουμε επιλογές...
Πίκρα είναι, αγανάχτηση είναι και μετράει ήδη
35 καλοκαίρια....
 
 
 

 
 
Ας χαθείς - Χρήστος Θηβαίος
 
Μες τα σύννεφα ζωή μου
μακριά απ' τη φυλακή μου
να με πας
Να μ' αγγίζει ο αέρας
σαν το ξύπνημα μιας μέρας
να γελάς
Να κουρνιάζω στο πλευρό σου
μες το παραμιλητό σου
να με βρεις
Ν' ακουστεί το όνομα μου
κι εσύ ράγισε καρδιά μου
κι ας χαθείς, κι ας χαθείς

Να με σήκωνε ένα κύμα
να με λύτρωνε απ' το κρίμα της ψυχής
να ξεπλύνει το θυμό μου
να ξανάρθει τ' όνειρό μου
να το δεις

Ας ερχόταν ένα βράδυ
να' χε φώς κι όχι σκοτάδι
να το ζεις
Να μπορώ να σου γελάσω
κι ύστερα να προσπεράσω

κι ας χαθείς, ας χαθείς

Του μυαλού μου οι εικόνες να 'σβηναν
σαν να 'ταν πόρνες της στιγμής
Να μην έχω να θυμάμαι
όλ' αυτά που με πονάνε
ας χαθείς

Να μην ξέρω πια τι κάνεις
άλλο να μη με πικράνεις
δεν μπορώ
Δεν μπορώ να σε κοιτάζω
και στα λόγια να μη βάζω
σ' αγαπώ, σ' αγαπώ

Του μυαλού μου οι εικόνες να 'σβηναν
σαν να 'ταν πόρνες της στιγμής
Να μην έχω να θυμάμαι
όλ' αυτά που με πονάνε
ας χαθείς

Να μην ξέρω πια τι κάνεις
άλλο να μη με πικράνεις
δεν μπορώ
Δεν μπορώ να σε κοιτάζω
και στα λόγια να μη βάζω
σ' αγαπώ, σ' αγαπώ
 
Σηκώθηκα ψιθυρίζοντας τούτο το τραγούδι.
Στο πλαίσιο της γενικότερης κατάστασης,
ειδικότερα και προσωπικά.
Σκέψεις συναισθήματα ανάμικτα και σκάλες βουνά για ανάβαση.
Αναβρασμός παραμένει η λέξη.
Αλλαγή.
Βαρύ το βήμα.
Μετέωρο.
Αργώ.
Ούτε ψευδαισθήσεις ούτε αυταπάτες.
Ούτε σταλιά μαγείας.
Γιατί τα κλειστά στρείδια μπορεί να ναι και μολυσμένα.
 
 
 


Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Καμβάς

Εικόνες έχω απόψε , θέματα ζωγραφικής.
 
Μια σβούρα παιδική, από κείνες τις παλιές, που είχαμε εμείς παιδιά, τις απλές,
που κουράστηκε να γυρνάει,
να στροβιλίζεται, και μερικά δευτερόλεπτα πριν πέσει,
 ψάχνει να βρει προς ποιά μεριά θα γείρει.
Αναζητώντας σαν επιλογή
 άφεση, ταίριασμα ,σιωπή και γαλήνη.
 
Έχω μια πετσέτα παρατημένη στην ακρογιαλιά,
 πολύχρωμη ,
μισό μέτρο πιο εκεί ένα μικρό παιδί να ψάχνει βότσαλα να παίξει ,
 και μερικά να βάλει στο στόμα για να γευτεί αλμύρα,
 στα γρήγορα, στα βιαστικά,
λίγο πριν της τα στερήσει απαλά, ένα μεγαλύτερο χέρι,
 για να τα κάνει παιχνίδι και να τα πετάξει στη θάλασσα.
Η πετσέτα μόνη, στη μέση,
χωρίς τάξη απλωμένη,
χωρίς σώμα αφημένη.
Μερικά μέτρα πιο εκεί δυό κορμιά αγκαλιασμένα, σφιχτά δεμένα,
λες και μοιράζονται τελευταίες αγκαλιές ενώσεις.
Και είναι τόσο πολύ το ταίριασμα τους, σέρνουν πάνω τους ματιές φθονερές.
Έψαχναν καταφύγιο και ανέμους να φουσκώσουν τα πανιά.
Μαίστρος βορειοδυτικός καημός και ατάραχος άνεμος.
 Δικαίωση.
 
Έχω ένα τελάρο ζωγραφικής , που έγινε επιδρομή, κούρσεμα, πειρατεία,
τρικάταρτο καράβι Ισπανικό, έτοιμο για πλώρη, γεμάτο θησαυρούς, ζωσμένα μαχαίρια,
ανεμόσκαλες για κατέβασμα αλαφροπάτητο,
ονειρέματα απ το βάθος της θάλασσας,
 μέχρι το πιο μακρυνό αστέρι,
ταξιδέματα, παραμύθια, ονείρατα,.
Και εκεί που ήταν έτοιμο να σαλπάρει,
 δυο μικρά παιδικά χεράκια, το καθήλωσαν στη γης,
με μια κόκκινη μπογιά,
ζωγραφίζοντας πάνω του μικρά μικρά κυκλάκια,
θαρρείς και γέμισαν τ αμπάρι του παιδικές στιγμές ,
χαμόγελια και αγάπη.
Την πιο αθώα, την πιο ακριβή, την πιο αληθινή.
Την αγάπη ενός παιδιού.
Έχω εικόνες απόψε να μοιραστώ.
Πιο ακριβές από θησαυρούς.
Πιο ζωντανές απ τις μέρες που φεύγουν.
Πιο σημαντικές απ τη φουρτούνα των τελευταίων ημερών.
Γιατί όσο και να φουρτουνιάζει η Θάλασσα,
όσο και να φουσκώνει τα φυσήματα του ο Αγέρας,
πάντα θα βρίσκονται δυο τρείς εικόνες να στολίζουν την κάθε μέρα,
ν αλλάζουν τη ματιά, τη θωριά και τις ανάσες.
Καλό βράδυ και Αγάπη...


 


Καλοκαίρι άγκαλιά μου - Μελίνα Ασλανίδου
 
Δίπλα σου άλλη μια νύχτα, κέρασέ με μια γρανίτα χαϊδεμένο μου
κοίταξέ με ν'ανατέλλω, μέρα νύχτα να σε θέλω μεθυσμένο μου
Σώμα μου, ζεστό μου σπίτι, στείλε με σ'ένα πλανήτη, σε μια χίμαιρα
Αύγουστέ μου καταλύτη, μ'έναν έρωτα αλήτη έλα σήμερα

Καλοκαίρι αγκαλιά μου, έλα σπάσε τα γυαλιά μου,
να σε βλέπω μες τη θάλασσα γυμνό
Έλα πάλι να με κάψεις, το κορμάκι μου ν'ανάψεις,
πυροτέχνημα στον Έρωτα θεό

Δίπλα σου άλλη μια νύχτα, να φωνάζεις που σε βρήκα πριγκιπέσα μου
πρίγκιπά μου ζάλισέ με, φίλα με, ξεκλείδωσέ με κι έλα μέσα μου
βάλε αγάπη οξυγόνο, σβήσε μου τον άδειο χρόνο, το χαμένο μου
βάλε βράδυα μεθυσμένα, δε χρωστάμε σε κανένα, πεπρωμένο μου

Καλοκαίρι αγκαλιά μου, έλα σπάσε τα γυαλιά μου, να σε βλέπω μες τη θάλασσα γυμνό
Έλα πάλι να με κάψεις, το κορμάκι μου ν'ανάψεις, πυροτέχνημα στον Έρωτα θεό

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Ανάδυση

 
 
Εξουθενωμένη.
Δεκαπέντε χρόνια μετά.
Βαριά μέρα.
Βαριοί ώμοι.
Βαρύς θυμός και φόβος.
Στο ίδιο σχοινί οι δυό του άκρες.
Ούτε καίγεται ούτε κόβεται.
Όλοι οι φόβοι.
Ξετρύπωμένοι απ τα πιο μεγάλα βάθη,
φύκια φίδια, φωλιές, φωτιές.
Σαν κείνες τις λέξεις σου που με καθήλωσαν προχτές.
Η βουτιά, στο όνειρο, βαθειά, πολύ.
Η άφεση και ο χρόνος να τελεύει.
Ανάδυση και ο χρόνος να τελειώνει.
Οι ανάσες να τελειώνουν.
Το οξυγόνο να στερεύει.
Μα πρόσωπο κανένα στο ένα βήμα πριν, για μένα.
Ατέλειωτο το όνειρο.
Καθημερινότητα.
Ακόμα...
Θέλω απόψε να κλείσω τα μάτια και να εκδικηθώ.
Να παλέψω
Να νικήσω και να βγω.
Και ας μην υπάρχει μορφή στο τέλος του βυθού.
Μόνο να προλάβαινα να βγώ.
Και να είναι εκεί το τέλος.
Χωρίς λέξεις χωρίς σφίξιμο χωρίς ανάσες αλλιώς.
Ανάσα
Λεφτεριά
Δύναμη.
Και να είμαι απλά εγώ.
Σκέτη, να μπορώ.
Τούτη η ατονία μου χει θερίσει τη ψυχή.
Ψυχοσωματικές μπαρουφες.
Τέλμα
Λέξεις
Πληγές
Αδύνατο
Αποδυναμωμένο
Αμίλητο
Μαλωμένο
Αναποφάσιστο
Τιμωρημένο
Σκυμμένο
Στη γωνιά
Με κόμπους στις λέξεις
Έρμαιο
Παράπονα
Διαφυγές
Άλλοι στίχοι
Άλλες λέξεις
Θέατρο
Παραμύθια
Μια φορά σε θυμάμαι να παίζεις και συ , ν ανεβαίνεις σκαλί το σκαλί σ ένα λεωφορείο που θα μετρούσε όλες τις στροφές του δρόμου, τη ζάλη τις ανάσες, και το τοπίο να μακραίνει ανάποδα.
Γέλασες, χαμήλωσες τα μάτια και έφυγες με κείνο το βαρύ αργό βήμα, περήφανο και μετανιωμένο.
Χωρίς όρια
Χωρίς σταθμούς
Το κίτρινο όταν μπλέκει με το κόκκινο βγάζει πορτοκαλί.
Της θράκας.
Να αφήσει τα πάντα κάρβουνα .
Εκείνη τη μέρα έκανα απ το πρωί θελήματα,με όλη την αφηρημάδα που κρύβει κάθε παιδικό βλέμμα.
Αφημένη στις διηγήσεις των μεγάλων η ώρα είχε χαθεί.
Οι λέξεις φοβήθηκαν να βγουν, το βήμα δεν έγινε ποτέ.
Και έτρεξα μακρυά να φύγω, να ξεφύγω.
Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, ξέφυγα.
Πέρασα την κατηφόρα με μια αντοχή και ταχύτητα απ αλλού φερμένη.
Κανείς δεν μ άγγιξε.
Πέταξα.
Κενό και Κόμπος.
Και μετά μπορεί.
Να σηκώσει τα μάτια
Να θερίσει τους δαίμονες
Να σκάψει γερά θεμέλια
Να λεφτερωθεί
Να λυτρωθεί
Να μπορέσει
Να αφήσει πίσω
Να τελειώσει.
Και εκεί στο τέλος να ζει η αγάπη, να χουν αντέξει οι δεσμοί, να χουν σπάσει τα δεσμά, να χουν μείνει καθάρια χαμόγελα και λυτρωμένα γέλια, παραπετάσματα ανοιχτά, στρείδια μαγειρεμένα, άμμος χρυσή διάφανη να γλιστράει απ τα δάχτυλα.
Άπόψε τελειώσαν οι μέρες μου.
Και οι νύχτες.
Τ ορκίζομαι.
Απόψε.
Καλό βράδυ.
 
 

Δεν θα φύγω από εδώ

Δεν θα φύγω από εδώ - Ελένη Τσαλιγοπούλου

Πάρε ένα μαχαίρι μάτια μου
και κόψε αυτά που μας κρατάνε
διάλεξε την ώρα κι άφησε
όλα όσα μας γυρνάνε.

Πίσω εδώ που τρέμει ο έρωτας
μέσα από σκιές που καίνε
τίποτ’ άλλο με το μέρος μας
τ’ άστρα μη ρωτάς τι λένε.

Και που μένω εγώ
δε θα φύγω από εδώ
αν δεν τα χάσω πρώτα όλα
στα δυο σου χέρια φυλακή
κάθε τέλος κι αρχή.

Βρες εσύ το θάρρος μάτια μου
κι άσ’ την φλόγα αυτή να σβήσει
ό,τι είναι να γίνει γρήγορα
πριν η ανάγκη μας νικήσει.


Σάββατο με μια δόση Κυριακής.Με μια δόση έννοιας, προστασίας και ανυσηχίας.
Με δυό αγκαλιές φυλακή
Μια πόρτα βαριά που άνοιξα.
Πολλές ακόμα που παραμένουν σφραγισμένες.
Κουτσαίνοντας παραπατώντας και με βαριά ανασαιμιά, κάπου απέναντι από θάλασσα, κάπου ανάμεσα στα πεύκα μια δόση λάμψης και τόσες λέξεις όσες αρκούν να σφραγίσουν χαρά και βήμα μπροστά.
Καλημέρα είναι Σάββατο, μπάζει Αγέρας στα κλειστά παραθυρόφυλλα και ανοίγει ψυχές και μνήμες.
Βοριαδάκι που κατεβαίνει απ το νησί είναι.
Με τη φούρια της  προετοιμασίας και της υποδοχής....



Πού πήγε;;