Δεν θέλει πολλά ο νους ν αναθαρρέψει.
Μια μυρωδιά να σε στείλει, με τα μάτια κλειστά, δέκα χρόνια πίσω,στα τελευταία χρόνια της εφηβείας, τότε που μοσκοβόλαγε ο τόπος κέδρο και κανέλλα.
Και μια απόφαση.
Μετά τη δουλειά,εκεί γύρω στις εξήμισι,φτάνοντας σπίτι.Μαγιώ,παιχνίδια δυο καφέδες , αντιηλιακό και φύγαμε.
Νέα ανακάλυψη η θάλασσα τούτη.
Ποσειδωνία στ όνομα,από κείνους τους κόλπους τους αγαπησιάρικους.
Δίχως ίχνος ξαπλώστρας,ίχνος από εκείνες τις αντιπαθητικές, ομοιόμορφα στημένες ομπρέλες των ολοένα και περισσότερων καντινών.
Μια ώρα πριν το λιόγερμα.
Χρόνια είχα να ακούσω έτσι το κύμα να σκάει στην γη.
Μελωδία σπάνια έτσι που τα καταφέραμε.
Ούτε μηχανή για φωτογραφίες ούτε καν κινητό.
Και όμως η σημερινή εικόνα απόμεινεστα μάτια πιότερο θαρρείς.
Μπλέ το χρώμα, σκουρόχρωμη η αγκαλιά της.
Κι η γης να την αγκαλιάζει καφετιά,σκούρη.
Και λίγα μέτρα πιο πάνω πράσινο, να σπάει τη μουντάδα του βράχου.
Και παιδιά να παίζουν.
Ο Ήλιος μου να χτίζει κάστρα,να ποτίζει τα όνειρά μας στα μάτια τουκαι μετά να φυλάει καλά στα σφιχτά χεράκια του τα δώρα-κοχύλια της μάνας θάλασσας.
Να γελάει με τ όνομα του χαραγμένο στην άμμο -μάλωμα στον ήλιο να μην δύσει..
Και τα νερά της κρύα,να ξυπνούν ψυχή και αισθήσεις.
Και να κάνουν το κάτω χείλος να τρέμει.
Γέμισαν τ αυτιά με τον αχό της θάλασσας, στην τελευταία σανίδα, πριν ξεκινήσουμε για το σπίτι.
Γέμισαν τα παπουτσάκια του κοχύλια και αλμύρα.
Γέμισαν τ αυτιά με τον αχό της θάλασσας, στην τελευταία σανίδα, πριν ξεκινήσουμε για το σπίτι.
Γέμισαν τα παπουτσάκια του κοχύλια και αλμύρα.
Γέμισε η ματιά μαβί και μπλέ την ώρα της αναχώρησης
Και μέρεψε η ψυχή...
Και μέρεψε η ψυχή...
Σαν το κύμα που έσκαγε εκτονωμένο στο βράχο...