Έκλεισε την πορτα πίσω της αλαφιασμένη.
Ταραγμένη διπλοκλείδωσε.Το σώμα της κύλισε στο πάτωμα σαν από σίδερο.
Σίδερο.
Σκληρή σαν σίδερο.
Έτσι "έπρεπε" να είναι μια ζωή.
Έτσι να στέκεται.
Έτσι να φαίνεται.
Στερεώθηκε στα πόδια της.
Κίνησε για την κρεβατοκάμαρα.
Πάτησε στο κρεβάτι με μανία ,σαν να έλιωνε όλα εκείνα που είχε ζήσει εκεί πάνω.Ξυπνήματα,έρωτα,παιδιά και τρυφεράδα.(Αλήθεια τα έζησε αυτά;;)
Έβαλε το χέρι πίσω απ την Γλυκοφιλούσα και πήρε το καλά κρυμμένο κουτάκι.Κουτάκι από καρφίτσες.Παλιό.
Σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που της το άφησε η γιαγιά της φεύγοντας.
-Να το φιλάς απ τα παιδιά.Μην πάθουμε κανένα κακό.Κόρη μου κάντο.Και το βάρος στα κόκαλα μου.
Κίνησε για την κουζίνα.
Έβγαλε το ρύζι,τον άνηθο,τα φρέσκα κρεμμυδάκια και τον κιμά.
Όχι πια γιαλαντζί.Φτάνει το γιαλαντζί- μουρμούρησε στις σπίθες απ τα μάτια της.
Τα κληματόφυλλα ήταν ζεματισμένα απ το πρωί.
Το λατρεμένο του φαί.
Τσιγάρισε κιμά με τα κρεμμυδάκια και τον άνηθο,τους έριξε δάκρυ και οργή,αλάτι και πιπέρι.
Ταραγμένη διπλοκλείδωσε.Το σώμα της κύλισε στο πάτωμα σαν από σίδερο.
Σίδερο.
Σκληρή σαν σίδερο.
Έτσι "έπρεπε" να είναι μια ζωή.
Έτσι να στέκεται.
Έτσι να φαίνεται.
Στερεώθηκε στα πόδια της.
Κίνησε για την κρεβατοκάμαρα.
Πάτησε στο κρεβάτι με μανία ,σαν να έλιωνε όλα εκείνα που είχε ζήσει εκεί πάνω.Ξυπνήματα,έρωτα,παιδιά και τρυφεράδα.(Αλήθεια τα έζησε αυτά;;)
Έβαλε το χέρι πίσω απ την Γλυκοφιλούσα και πήρε το καλά κρυμμένο κουτάκι.Κουτάκι από καρφίτσες.Παλιό.
Σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που της το άφησε η γιαγιά της φεύγοντας.
-Να το φιλάς απ τα παιδιά.Μην πάθουμε κανένα κακό.Κόρη μου κάντο.Και το βάρος στα κόκαλα μου.
Κίνησε για την κουζίνα.
Έβγαλε το ρύζι,τον άνηθο,τα φρέσκα κρεμμυδάκια και τον κιμά.
Όχι πια γιαλαντζί.Φτάνει το γιαλαντζί- μουρμούρησε στις σπίθες απ τα μάτια της.
Τα κληματόφυλλα ήταν ζεματισμένα απ το πρωί.
Το λατρεμένο του φαί.
Τσιγάρισε κιμά με τα κρεμμυδάκια και τον άνηθο,τους έριξε δάκρυ και οργή,αλάτι και πιπέρι.
Τους έριξε κανέλλα και ζάχαρη ,κάποτε αγάπησε τη γλύκα του(Πότε;;)
Και στο τέλος το ρύζι.Νυχάκι,καλά ακονισμένο.
Τα βγαλε απ τη φωτιά.
Τα βγαλε απ τη φωτιά.
Μοσχοβόλησαν, κανέλα και πόνο.
Άνοιξε το χαρτάκι και το ριξε όλο μέσα.
Και άρχισε να τα διπλώνει.
Φύλλο στην παλάμη,μια κουταλιά απ το μίγμα,δεξί άκρο,αριστερό άκρο και τύλιγμα.
Άνοιξε το χαρτάκι και το ριξε όλο μέσα.
Και άρχισε να τα διπλώνει.
Φύλλο στην παλάμη,μια κουταλιά απ το μίγμα,δεξί άκρο,αριστερό άκρο και τύλιγμα.
Τα ντολμαδάκια πρέπει να είναι μικρά και καλοδιπλωμένα.
Το επόμενο το δίπλωσε με τις φωνές του.
Το τρίτο με τις μπουνιές και τα μαυρισμένα μάτια της.
Το τέταρτο με την αποβολή μετά απ τη κλωτσιά, στην 7 μηνών κοιλιά της.
Το πέμπτο με το σπασμένο της κεφάλι.
Το έκτο με τις βουρδουλιές απο νεύρο βοδιού.
Το έβδομο με τους βιασμούς της κάθε φορά που δεν ξενοπηδούσε.
Το όγδοο με τον γιό της που έδιωξε όταν μια μέρα πήγε να μπει ανάμεσα.
Το ένατο με το μίσος για τους γύρω της.Για την μάνα της ,για τον πατέρα της,για τους συνένοχους και επίσης δέσμιους της.
Το δέκατο με τη γλύκα της γιαγιάς της.
Η μόνη που απ την αρχή δεν είδε με καλό μάτι το προξενιό,τον γαμπρό,τον άντρα,το ξύλο,την ηθική,τα ταμπού.Σήκω και φυγε της έλεγε πάντα.Μέχρι και στην Αστυνομία τον πήγε.Αλλά το χωριό είναι τυφλό μουγκό και κουφό.
Τα γέμισε όλα.
Τα είδε στην κατσαρόλα,τακτικά βαλμένα ένα ένα,ομόκεντροι κύκλοι.
Τα καπάκωσε με ένα πιάτο και έριξε μέσα νερό,λεμόνι και δυο άγουρα κορόμηλα...Για την απαραίτητη ξυνίλα.
Όταν έγιναν ήταν ακόμα νωρίς.Έβαλε τα καλά της και κίνησε για το νεκροταφείο.
Το επόμενο το δίπλωσε με τις φωνές του.
Το τρίτο με τις μπουνιές και τα μαυρισμένα μάτια της.
Το τέταρτο με την αποβολή μετά απ τη κλωτσιά, στην 7 μηνών κοιλιά της.
Το πέμπτο με το σπασμένο της κεφάλι.
Το έκτο με τις βουρδουλιές απο νεύρο βοδιού.
Το έβδομο με τους βιασμούς της κάθε φορά που δεν ξενοπηδούσε.
Το όγδοο με τον γιό της που έδιωξε όταν μια μέρα πήγε να μπει ανάμεσα.
Το ένατο με το μίσος για τους γύρω της.Για την μάνα της ,για τον πατέρα της,για τους συνένοχους και επίσης δέσμιους της.
Το δέκατο με τη γλύκα της γιαγιάς της.
Η μόνη που απ την αρχή δεν είδε με καλό μάτι το προξενιό,τον γαμπρό,τον άντρα,το ξύλο,την ηθική,τα ταμπού.Σήκω και φυγε της έλεγε πάντα.Μέχρι και στην Αστυνομία τον πήγε.Αλλά το χωριό είναι τυφλό μουγκό και κουφό.
Τα γέμισε όλα.
Τα είδε στην κατσαρόλα,τακτικά βαλμένα ένα ένα,ομόκεντροι κύκλοι.
Τα καπάκωσε με ένα πιάτο και έριξε μέσα νερό,λεμόνι και δυο άγουρα κορόμηλα...Για την απαραίτητη ξυνίλα.
Όταν έγιναν ήταν ακόμα νωρίς.Έβαλε τα καλά της και κίνησε για το νεκροταφείο.
Με μια αγκαλιά μαντζουράνες.
Όλα έγιναν-της είπε.
Κατα τις ορμήνειες σου.
Και σιώπησε μέχρι την αυγή.
Μέχρι το άγγιγμα στον ώμο της
(Λόγω ελλείψεως ιδεών λέξεων και σκέψεων..λόγω νοσταλγίας και ιστορικής αναδρομής....Καλησπέρα!)