Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια τόση δα μικρή πραγματικότητα, τόσο πραγματική, που στη γη μας, δεν τόλμησε ποτέ κανείς να αντιληφθεί, γιατί όλοι ήξεραν, πως δεν μπορούσαν να την αντέξουν. Η αντίληψη της θα μπορούσε να τους διαλύσει, μια και θα έκανε τη δική τους πραγματικότητα μια σαφέστατα αόριστη ανυπαρξία. Η μικρούλα μας πραγματικότητα, τόση δα, μονίμως ζαλισμένη ανάμεσα σε άλλες πραγματικότητες, με το χάρισμα της απίστευτης μικρότητάς της, έκανε κατάληψη, επαναστατικά, στο χώρο και στο χρόνο κάθε άλλης πραγματικότητας.
Στις παρυφές του κοχυλιού, είχε χτίσει το παλατάκι του ένα αγόρι, που από παντού έφευγε, γιατί δεν του έκαναν τα χατίρια. Εκεί ζούσε μόνο του το αγόρι, θυμωμένο, πάντα θυμωμένο. Κόντευε να πεθάνει από βαθιά γηρατειά, μόλις 8 χρονών παιδί! Γιατί κάθε του μέρα ήταν ίδια με την προηγούμενη και την επόμενη, κάτι που όπως όλοι γνωρίζουμε οδηγεί στην αρρώστια της συνήθειας, που είναι η βασική αιτία που οι άνθρωποι γερνούν και πεθαίνουν. Με θάνατο αληθινό ή θάνατο που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν ή κάποιες φορές ακόμη και αγνοούν. Ο κόσμος είναι γεμάτος κυρίως από αυτούς τους δεύτερους πεθαμένους, τους ακόμη ζωντανούς.
Μια μέρα, που το αγόρι έτρωγε ψάρι, είδε την ουρά της γοργόνας, την άκρη από τα μαλλιά της και φευγαλέα σε μια βουτιά της στον αέρα, τα μάτια της. Τότε την αγάπησε αμέσως και πάρα πολύ και πιο πολύ από το κάθε πολύ. Με μιας έγινε καλά και επανήλθε στην αληθινή του ηλικία. Είχε να γελάσει πολλά χρόνια, μα τώρα ήθελε να της πει ένα αστείο για να δει το γέλιο της που έλαμπε κάτω από το νερό μόνο. Έτσι και έγινε. Σε μια γρήγορη περασιά της μπροστά από το παλατάκι του, της φώναξε ένα κάπως χοντροκομμένο αστείο, με την πιο τρυφερή του κόσμου φτιαξιά. Φώναξε: «΄Εεεει μικρή, μόλις φάω το ψάρι μου, θα έρθω να σε φιλήσω». Η γοργόνα μας, έμεινε ακίνητη κρατώντας ένα ακίνητο κύμα. Και χαμογέλασε στο αγόρι και το αγάπησε αμέσως πάρα πολύ και πιο πολύ από το κάθε πολύ. Λάτρευε τα κάπως χοντροκομμένα αστεία με τρυφερή φτιαξιά. Το αγόρι έσκυψε πάνω από τη θάλασσα και φίλησε το κορίτσι.
Και νά ποια ήταν η τοσοδούλα μας πραγματικότητα: ήταν όλη κι όλη ένα κοχύλι Neverita josephinia. Το κοχύλι δεν ήταν μέσα σε καμία θάλασσα, αντίθετα, είχε μια θάλασσα μέσα του. Μια θάλασσα στο μπλε της Πρωσίας. Το χρησιμοποιούσε για να ξεπλένει το πινέλο του ένα ζωγράφος γίγαντας, που ζωγράφιζε μόνο θάλασσες. Εκεί κολυμπούσε αχόρταγα ένα κορίτσι που δεν άκουγε ποτέ τη μαμά του. Δεν έτρωγε πρωινό, δεν φορούσε παντόφλες, και όλα τα «δεν» τα λάτρευε. Κυρίως δεν υπάκουσε ποτέ στο: «μην πας στα βαθιά». Κάθε φορά που βουτούσε, πήγαινε και ένα μέτρο πιο βαθιά από την προηγούμενή της φορά. Έβαζε σημάδι κάτι κύματα, που ήσαν ακίνητα. Μια στιγμή τεράστιας ευτυχίας, σε μια βουτιά της που ήθελε να μην τέλειωνε ποτέ, έγινε γοργόνα. Έτσι κολυμπούσε και ζούσε. Κι άλλο δεν ήθελε.
Ξέχασα να σας πω, το κορίτσι είχε αφήσει το τριανταφυλλί της φουστάνι στην κόψη του κοχυλιού.
Μια μέρα, που το αγόρι έτρωγε ψάρι, είδε την ουρά της γοργόνας, την άκρη από τα μαλλιά της και φευγαλέα σε μια βουτιά της στον αέρα, τα μάτια της. Τότε την αγάπησε αμέσως και πάρα πολύ και πιο πολύ από το κάθε πολύ. Με μιας έγινε καλά και επανήλθε στην αληθινή του ηλικία. Είχε να γελάσει πολλά χρόνια, μα τώρα ήθελε να της πει ένα αστείο για να δει το γέλιο της που έλαμπε κάτω από το νερό μόνο. Έτσι και έγινε. Σε μια γρήγορη περασιά της μπροστά από το παλατάκι του, της φώναξε ένα κάπως χοντροκομμένο αστείο, με την πιο τρυφερή του κόσμου φτιαξιά. Φώναξε: «΄Εεεει μικρή, μόλις φάω το ψάρι μου, θα έρθω να σε φιλήσω». Η γοργόνα μας, έμεινε ακίνητη κρατώντας ένα ακίνητο κύμα. Και χαμογέλασε στο αγόρι και το αγάπησε αμέσως πάρα πολύ και πιο πολύ από το κάθε πολύ. Λάτρευε τα κάπως χοντροκομμένα αστεία με τρυφερή φτιαξιά. Το αγόρι έσκυψε πάνω από τη θάλασσα και φίλησε το κορίτσι.
Θάλασσα και αέρας σε φιλί, πάει να πει αγάπη παντοτινή.
Όπως συμβαίνει σε όλα τα παραμύθια με γοργόνες, έτσι έγινε και σ’ αυτό. Τις νύχτες η μικρή μας φορούσε το φουστάνι της, έβγαζε πόδια και έτρεχε στο αγόρι, πάντα λαχανιασμένη. Εκείνος φορούσε την ψαρένια στολή της και έφτιαξε όλο το παλατάκι του τιρκουάζ, φύτεψε κοχύλια, έκανε τον ήλιο αχινό κατάμαυρο και συνέχεια την αγκάλιαζε, γιατί ήξερε πως η αγκαλιά του ήταν ο αέρας της μικρής έξω από τη θάλασσα. Η αναπνοή της. Η μικρή ήξερε πως το αγόρι ζούσε αναπνέοντας το γέλιο της. Τα πρωινά η μικρή γυρνούσε στο πρωσικό μπλε της και γινόταν γοργόνα, κολυμπούσε και οργάνωνε τα χατίρια που έκανε στο αγόρι τη νύχτα. Το αγόρι τα πρωινά τα περνούσε περιμένοντας να νυχτώσει και δει το κορίτσι του, ενώ φρόντιζε το φουστάνι της και στόλιζε με βυθούς το παλατάκι
του.
Αγαπήθηκαν όσο ποτέ δεν έχουν αγαπηθεί άνθρωποι. Έτσι αγαπιούνται τα παιδιά άλλωστε. Θα ήταν αποτυχημένη κάθε προσπάθεια να περιγραφεί η ευτυχία τους. Γιατί δεν υπάρχουν αυτές οι λέξεις σε κανένα λεξικό.
Έζησαν έτσι. Μέσα σε ένα τόσο δα μικρό κοχύλι. Που είχε μέσα του μια θάλασσα και ένα παλατάκι χτισμένο στις παρυφές του. Σε μια τόση δα μικροσκοπική πραγματικότητα, που εξαφάνισε τις πιο βαθιές βεβαιότητες του κόσμου.
Μια μέρα ο γίγαντας βαρέθηκε να ζωγραφίζει θάλασσες. Πέταξε το κοχύλι με απάθεια προς τα αιχμηρά βράχια ενός ψηλού βουνού. Το κοχύλι διαλύθηκε αθόρυβα. Η γοργόνα ξεράθηκε στα βράχια. Το αγόρι έγινε άντρας. Ένας άντρας που μεγαλώνει και του αρέσει το τριανταφυλλί χρώμα, πάρα πολύ μα πάρα πολύ και πιο πολύ από το κάθε πολύ
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου