Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Παρακαμούδα



Τ απογεύματα του καλοκαιριού , όταν οι δουλειές του σπιτιού θα χαν τελειώσει ,το μεσημέριανο τραπέζι θα χε μαζευτεί, τα πιάτα θα ήταν στα ντουλάπια καθαρά και οι άντρες θα είχαν κινήσει για τη δεύτερη βάρδια της ημέρας η τον καφενέ, οι γυναίκες θα ριχναν μια τελευταία μάτια στην ακρατοσύνη του σπιτιού και θα 'βγαιναν έξω στα σκαλιά , μια μια μέχρι να ολοκληρώσει την απαρτία της η γειτονιά.

Στ παρακαμούδα.
Μαζί τους η καθεμία θα κουβαλούσε σα μικρό παιδί ένα εργοχειρο. Σε λίγη ώρα θα 'βλεπες στη σειρά παραταγμενα σκυμμενα γυναικεία κεφάλια. 
Οι μανάδες με τα δύσκολα κεντήματα.


Κοφτά, φουσκωτά, πεταχτές, πλακέ, λευκαδίτικα, ροδιτικα, σταμπωτα τα περισσότερα απ τις ίδιες, με καρμπόν πατιτουρα απ το αρχικό σχέδιο που ξεσηκωναν από περιοδικα. Οι γιαγιάδες, ένεκα περιορισμένης όρασης, μ ένα πλεκτό με νήμα , που το χαν μάθει τυφλοσουρτι. Στην αρχή ελυναν τα τσεμπερια απ το κεφάλι. Μετα άφηναν το χέρι  να φεύγει μόνο του,  μαζί με τα σχόλια, για την ημέρα που πέρασε, για τη ζέστη, για τις έννοιες. Το μικρό δαχτυλάκι τους όρθιο, σαν φυσικό στήριγμα στο νήμα. Και στο πλάι το κουβάρι όμορφα παραταγμενο σε μικρά πανερια που στο τέλος αποθεταν τα γυαλιά και το πλεκτό.


Και στην άκρη της σκάλας, για να ξεφεύγουμε πιο εύκολα, εμείς οι μικρές.
 Ξεκιναγαμε όλες με τα χοντρά μαξιλαρακια που γινόταν και κάδρα με μάλλινες κλωστές.

Μέχρι να μάθω την σταυροβελονια δύο τέτοια τελείωσα. 
Μια Χιονάτη και μια κοκκινοσκουφίτσα. 
Το επόμενο στάδιο ήταν οι μουλινεδες. 
Μικρά μαξιλαρακια για αρχή έτοιμα σταμπωτα, μετα ασορτί σεμαιδακια, καρεδακια και τραπεζομαντηλα.
 Ένα τέτοιο τραπεζομαντηλο μισοτελειωμενο περιμένει στο βάθος της ντουλάπας μου, μόνο και μόνο για ακούω την μάνα να γκρινιάζει.
 Τελείωσε το η φερ'το να το τελειώνω... 
Μόνο και μόνο να μου θυμίζει εκείνα τα απογεύματα.
Μέσα απ τις κλωστές του κάθε εργοχειρου, έβλεπες τα χρονια να περνούν.
 Ξεκιναγαμε εμείς η νέα γενιά με λογιω λογιω χρωματα μουλινεδες. Στη σειρά μέσα στα κουτάκια "Πεταλούδα" μαζί με ένα ψαλιδακι μικρό και μια δαχτυλιθρα. Στο καπάκι του κουτιού αχνογραμμενοι οι αριθμοί των μουλινεδων, προς αποφυγή αντιαισθητικων διχρωμιων... Α και το απαραίτητο ξύλινο τελάρο για να κρατάει τεντωμένο το εργοχειρο.
Οι μανάδες μας με πιο διακριτικους χρωματισμούς.
 Γκρι, μπεζ, καφέ, λάδι, χακί. Για πιο επίσημες περιστάσεις.
Και στην άκρη της Ιριδας στο μπεζ ή το λευκό οι γιαγιάδες μας. 
Θαρρείς και το πέρασμα των χρόνων έφερνε αυτή την λιτή μάτια των πραγμάτων, την απεξάρτηση της ζωής απ τα περιττά.
Το απογευματινό εργοχειρο εκτός απ το πρακτικό κομμάτι του, δλδ την προετοιμασία της προικας του σπιτιού, έκρυβε πολλά μικρά νοσταλγικά κομμάτια.
Έκρυβε τη χαλάρωση της γυναίκας του χωριού, την ξεκούραση της .
 Έκρυβε ένα είδος ενασχόλησης δημιουργικής, ένα χόμπι. 
Έκρυβε το άγχος που γλιστρούσε μαζι με κάθε βελονια. 
Έκρυβε την παρέα, το γέλιο, τα ανέκδοτα, τις στενοχώριες, τις συμβουλές, τα κουτσομπολιά,τν αφλουγή, τις ελπίδες. 
Έκρυβε ένα μικρό συναγωνισμό, για το τελικό αποτέλεσμα, το μερακι της καθεμιάς, τη γρηγοραδα της.
 Έκρυβε ανάσες το εργοχειρο, παρηγοριά, μια σταλιά ραχατιου και δύο νήματα αγάπης. 
Την αγάπη που συναντάω κάθε που ανοίγω τα συρτάρια με τα κεντήματα της μάνας. 
Την αγάπη κάθε μανας για την κόρη η το γιο. 
Την ελπίδα να φτιάξουν ένα όμορφο σπιτικό στο μέλλον. Μια όμορφα στολισμένη οικογένεια.
Η ίδια ιστορία κάθε μέρα του καλοκαιριού. 
Μέχρι που ν ακουγόταν η μελωδική καμπάνα τ Αν-Βασίλη που σήμαινε εσπερινό.
Τότε τα πόδια θα κατεβαιναν από το σταυροπόδι, οι γιαγιάδες θα βγαζαν τα γυαλιά και θα τα τοποθετούσαν όμορφα μέσα στο πανερι μαζί με το πλεκτό.
Φτου ξελευθερια και για τις μικρές. Το παιχνίδι είχε ήδη αρχίσει.
Από τότε μέχρι τώρα τα εργοχειρα έχουν λιγοστεψει, οι γειτονιές άδειασαν, τα γέλια αραιωσαν. 
Ο κόσμος κλείνεται πιο εύκολα στα σπίτια του παντού, μπροστά σε μια οθόνη. 
Αγαλιαζει η ψυχή μου κάθε που βλέπω μαζεμενη γειτονιά. Και ας μην είναι το κέντημα πλέον το θέμα. 
Είναι η παρέα το ζητούμενο.
Η παρακαμούδα.
Γιατί πλέον τα έθιμα απλοποιηθηκαν, μαζί με τις ανάγκες του νοικοκυριού. Τα έπιπλα άλλαξαν , σπάνια στολιζονται τα σεμαιδακια. 
Μα, κάθε που μπαίνω σε σπίτι στολισμένο με εργοχειρα, οσμιζομαι σπίτι φτιαγμένο με αγάπη, με έννοια, σκυμμενα γυναικεία κεφάλια σε παράταξη, και πολλά πολλά αληθινά γέλια και πειράγματα.

Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία μια θεια της γιαγιά μου
με το τσεμπέρι και τ αδράχτ' να κλώθ' το νήμα.
Γι αυτή θα τα πούμε σ άλλο ποστ...

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Βιβλία



Το κεφάλαιο βιβλίο
ήταν κ είναι στη ζωή μου ένα απ τα πιο σημαντικά.
Ξεκινάει νωρίς, προσχολικά.
Σε μια προφεστιβαλική της ΚΝΕ, στην Τσαντήρα,  στο χωριό,
μετά από ένα διαγωνισμό ζωγραφικής,
εκεί στον πάγκο με τα βιβλία κολλημένη,
μέχρι που ζήτησα από μια απ τις διοργανώτριες να μ αφήσει να πάω στη μαμά,
να πάρω λεφτά για ν αγοράσω ένα βιβλίο 
                                                                                            Κ ήταν χαρά παιδική,καθαρή
                        όταν την άκουσα να λέει πως είχα ήδη κερδίσει την Ειρήνη του Αριστοφάνη από τη ζωγραφιά μου...
Μετά ήρθε η Δεύτερη Πατρίδα,
δώρο της μάνας μου μετά από μια επίσκεψη τους στη  Μυτιλήνη....
Και κάπου εκεί ξεκινάει το ταξίδι...
Είχα ανθρώπους γύρω μου που βοηθούσαν σε κάθε μου βουτι,ά σ εκείνο τον μαγικό κόσμο.
Η κυρία Στρατούλα, η Χάιντι στην αρχή,
κ σε κάθε μου γιορτή και ένα βιβλίο...
Από εκείνη κ μετά τα δώρα που αγσπώ κ είναι για πάντα είναι τα βιβλία.
Ο θείος Αποστόλης Γροσομανίδης ,
με την τεράστια του πολιτική βιβλίοθήκη.
Ξημερώματα θυμάμαι έκλεινα το φως : Οδός Αβύσσου αριθμός 0, το 48 χωρίς φεγγάρι, πώς δενότανε τ ατσάλι ,
αμέτρητοι οι τίτλοι, μπόλιασμα στη παιδική μου ψυχή..
Πίσω από μένα η γιαγιά Δήμητρα κ ο θείος Νίκος να ακολουθούν μαζί με μένα την ανάγνωση τους...
Και κάπου εκεί ,ήρθε η βιβλιοθήκη της Φιλιώς κ του Δημήτρη, να μου ανοίξει άλλες πόρτες ανάγνωσης.
                                                                Καζαντζάκης, Λουντέμης, Μυριβήλης, Σωτηρίου,
                                                                      συγγραφείς, τίτλοι, εκδόσεις χωρίς τέλος...
Το διάβασμα είχε γίνει ανάγκη πια...
Και από τότε μέχρι τώρα, όλοι οι αγαπημένοι μου διαβάζουν...
Ταξιδεύουν μαζί μου.
Βαλτώνουν, ανασταίνονται, γελάνε, κλαίνε...
Τα βιβλία... 
εκείνα που έχω, αυτά που έχω δανειστεί, τ άλλα που χω χάσει, εκείνα που μου χάρισαν, όλα μαζί με μεγάλωσαν, με μεγαλώνουν, με αντέχουν, τ αγαπάω...
Κ η αγάπη τούτη, έρχεται να μπει στα μικρά μου....
Τα παραμύθια τους τα βράδια, ο μεγάλος που φέτος πήρε στο χωριό τον Δον Κιχώτη, η μικρή που ξαπλώνει στο κρεβάτι δίπλα μου, βάζει το ένα πόδι πάνω στο άλλο κ κάνει πως διαβάζει...
Θαρρώ πως το διάβασμα δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα.
Είναι ένα  ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή μου.
Στη ζωή καθενός που αγαπάει το διάβασμα...
-Κάπου ανάμεσα στην Αλιέντε, τον Καραγάτση κ στον Καζαντζάκη-
Καλησπέρα είπαμε;;;
Η αφορμή για τούτο το ποστ αυτό
http://www.inewsgr.com/96/diavaste-ti-prokalei-sto-myalo-i-anagnosi-enos-vivliou.htm

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Μουσκάλτσετα


Ήταν γύρω στο 1986-87. 
Σ ένα ταξίδι του αδερφού της μάνας μου,στη Βουλγαρία, μετά τη διάγνωση του καρκίνου, για θεραπευτικούς λόγους- μπας και-
μαζί με τις ελάχιστες θετικές ενδείξεις, έφερε και δωράκια.
Το κάθενα αντικείμενο κουβαλούσε κάτι από την αστείρευτη του ελπίδα, κάτι από τον πόνο και την πίκρα των υπόλοιπων που ήξεραν,
 κάτι απ τη δική μας παιδική ματιά,
 και κάτι ακόμα απροσδιόριστο που έμεινε χρόνια τώρα ,να κρύβεται πάνω απ το σύνθετο έπιπλο της τραπεζαρίας, πλάι στην εφημερίδα της αναγγελίας του θανάτου του κάτω από το κενό που άφησε φεύγοντας.
Η αίσθηση του ξύλου ,ανάκατη με την μυρωδιά του ροδόνερου,οι διηγήσεις του για απέραντα χωράφια από ροζ τριαντάφυλλα μου είχαν εξάψει την φαντασία.
Τα μάτια του σπιθίριζαν...
Μακάρι να μην έφευγε τόσο νωρίς... 
Είχα τόσα να μοιραστώ μαζί του... βιβλία, πεποιθήσεις, κουβέντες, κόμμα, απόψεις, εικόνες ανθρώπους ,στιγμές...
Τούτη λοιπόν τη "Μουσκάλτσετα"- όπως έμαθα οτι λέγεται, ανακάλυψα τυχαία -σ ένα απ τα μαγαζιά που θα μπορούσα να περάσω μια ολόκληρη μέρα χαζεύοντας -και μου φερε στο μυαλό το ταξίδι του εκείνο. Παλιά, φθαρμένη, θαρρείς και είναι από τότε...
Και μέσα ατόφιο το δείγμα από ροδόνερο, άρωμα φρεσκάδας και άλλης εποχής...
Καλημέρα είπαμε;;;


Μουσκαλτσέτα






Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Θρόνος


Η νονά μου είναι απ το χωριό. 
Είναι απ τη διπλανή γειτονιά μας, την Μπαμπατσιά.
 Το σπίτι της είναι πάντα απ τους αγαπημένους μου προορισμούς όποτε πάω στο χωριό. Σαν τοτε.
Δυό διαφορετικές διαδρομές, οι κοντινότερες ,μέσα στα σοκάκια του χωριού. Εγκαταλλελειμένα σπίτια- χάλαντρα κ μικροσόκακα με τα νυχτολούλουδα στις άκρες. Το πιο κοντινό απ όλα κ το πιο τρομαχτικό στα μάτια μου τότε, τις νύχτες του χειμώνα που έψαχνα αφορμή να ξεφύγω απ το διάβασμα, είναι το στενό της θεία- Ελευθερίας,  το περνούσα τρεχοντας. ίσα να φτάσω στης νονάς μου.
Θ άνοιγα την πόρτα της αυλής, μακρόστενη γεμάτη με λουλούδια και θα φώναζα Νουνάαααα και θα μπαινα μέσα. 
Ούτε χτυπαγα πόρτες  τότε ,ούτε ππεριμένα απάντηση.
ΕΚεί στο παλιό κουζινάκι της νονάς μου είχα το δικό μου μέρος να κάθομαι.
Κάτσε στον τόπος- μου λεγε και κείνη και ο νονός μου ,και σκαρφάλωνα στον θρόνο μου...
Η νονά μου είχε δυό νεροχύτες στο κουζινάκι. 
 Ο ένας μαρμάρινος, ήταν συνεχώς σε χρήση.- απ τις πιο καλές νοικοκυρές, και ακόμα καλύτερη ζαχαροπλάστισσα....
Ο άλλος νεροχύτης ανοξείδωτος, με μια γούρνα, και στο πλάι εκείνο τον πάγκο που ακουμπάμε τα πλυμμένα πιάτα. Από κάτω δεν υπήρχέ ντουλάπι αλλά η νονά είχε κρεμάσει κουρτινάκι, το καρπάν'.
Εκεί ήταν πάντα η θέση μου, να κουνάω τα πόδια ρυθμικά στο από κάτω άνοιγμα και να νιώθω ξεχωριστή.
Απέναντι στο τραπέζι συνήθως ήταν ο νονός μου .... Μας άφησε πριν μερικά χρόνια απότομα...
Αρχοντάνθρωπος μελαχροινός και μερακλής.
Τ απογεύματα μετά το χωράφι έτρωγε το τσάι του.
 Με ένα αργενιώτικο παξιμάδι και ένα κομμάτι λαδοτύρι, εκείνος τα φτιαχνε.
 Το λαδοτύρι, δεν το τρωγε απλά μαζί με το τσάι. 
Το κοβε κομμάτια και το ριχνε στη φλυτζάνα με το καυτό τσάι, να λιώσει και να αφήσει μια αλμυρόγλυκη γεύση στο αφέψημα...
Η νονά απέναντι συνήθως έπλεκε εκείνη την ώρα και έριχνε κρυφές ματιές στον άντρα μην χρειαζόταν τόποτα.
Και γω απ το θρόνο μου,  με μια ιδιαίτερη χαρά εκείνες τις στιγμές έμπαινα στην θαλπωρή ενός απογεύματος στο σπίτι της νουνάς μου, πάντα κουνώντας ρυθμικά τα πόδια απ τη χαρά μου.Μόνο όταν ήταν η μάνα μου μαζί με μάλωνε να κάτσω σαν άνθρωπος σε μια καρέκλα...
Και αν άλλαξαν πλέον οι εικόνες, το κουζινάκι, το σπίτι, οι συνήθειες, και αν έφυγαν οι άνθρωποι,  τα χρόνια, εκείνη η αίσθηση θα μένει για πάντα.
Των παιδικών μου χρόνων πάνω στο δικό μου θρόνο...

Πού πήγε;;