Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

" Αντιλογισμός "

Παρασκευή...μιας πολύ παράξενης βδομάδας, στην καρδιά των γιορτών στο φόρτε των ευχών και στο τέλειωμα του χρόνου.
Ενός πολύ παράξενου χρόνου.
Καταρχήν οι ευχές...
Απ τις άλλες όμως.
 Όχι εκείνες τις τετριμμένες, τις βαρετές, τις ανούσιες.
Τις άλλες.
Για γεμάτες μέρες, ουσιαστικές με πολύ συναίσθημα.
Για αλλαγή όλων αυτών που μας ζορίζουν, μας καταπιέζουν, μας σκλαβώνουν, μας στερούν την ελευθερία μας.
Με πολλά χρώματα, πολλές εικόνες ,πολύ μουσική, πολλές μυρωδιές και άλλες τόσες γεύσεις.
Με λιγότερη τηλεόραση, λιγότερη κατανάλωση, λιγότερο έχειν και περισσότερο νιώθω.
Και εκεί πάνω στις σκέψεις για το 13 που φεύγει, ανάμεσα σε μπόλικη φόρτιση, ανακούφιση, κούραση, νοσταλγία, πολλή θάλασσα, πολύ ταξίδι, άπειρες εικόνες,λίγο από πίκρα,λίγο από δάκρυ, πολύ από κάθαρση, αρκετά από εξομολογήσεις,ένας καθρέφτη ακριβώς απέναντι μου.Κατευθείαν μέσα μου.
 Θέλω να φύγει τούτη η χρονιά.
 Ν αλλάξει.
Γιατί το 13 ήταν πολύ δύσκολη χρονιά.
Με δοκιμασίες και μεγάλες αποφάσεις.
Προσωπικά, κοινωνικά,πολιτικά, πολύ δύσκολη χρονιά.
Για όλους.
Και για να φύγει γλυκά και όμορφα θα την στολίσω....
Γι αυτό θα την κάνω συναίσθημα.
Και θα ναι ένα πολύ πρόσφατο συναίσθημα, ή μάλλον το πιο νωπό.
Χτεσινό.
Στην κουνιστή δίπλα στο τζάκι.Έφτασε πρώτα η μικρή. Έγειρε το μαγουλάκι της στο γόνατο μου και με τη ζεστή χουφτίτσα της χάιδευε το κάτω μέρος του παντελονιού αφημένη στα χάδια στα μαλλάκια της. Μετά από μερικά λεπτά στην ίδια ακριβώς στην ίδια στάση στο άλλο μου πόδι άραξε ο μεγάλος μου. Και πάνω στα δυό μου γόνατα ξεχύθηκαν τα χρυσοκαφέ τους τα μαλλάκια και όλη μου η ψυχή έλιωσε. Αγάλλιασε. Για δυό στιγμές και έναν αιώνα.Ολοκλήρωση.

Γι αυτό επιλέγω να την κάνω εικόνα
Εικόνα θαλασσινή. Δυνατή και απόλυτη.Καλοκαιρινή και κατάφωτη.
Εικόνα γαλήνης.

Γι αυτό επιλέγω να της δώσω γεύση.
 Γεύση αχινού φρέσκου, βγαλμένου απ τη θάλασσα, ανοιγμένου και έτοιμου να φαγωθεί.
Ή ακόμα και γλυκού του κουταλιού.
Πορτοκάλι.


Γι αυτό επιλέγω να την κάνω τραγούδι.
Ένα διάσπαρτο τραγούδι, με σκόρπιους στίχους, και νότες να κολυμπούν στη σκέψη καθώς τελειώνουν οι μέρες του.
Πέντεξι στίχους να εκφράσουν καλύτερα από κάθε λέξη το αντίο στο χρόνο τούτο.
 Με μπόλικο από έλλειψη.


Σ’ ένα ακρογιάλι μια βραδιά, στου φεγγαριού τη χάση 
άραξε τη γαλέρα του μέχρι ο νοτιάς να πάψει 
και μάγεψε τη σκέψη του μιας κόρης το φιλί 
και η γαλέρα εμίσεψε με δίχως τον Αλή...

Ακόμα κι αν φύγεις 
για το γύρο του κόσμου 
θα’ σαι πάντα δικός μου 
θα είμαστε πάντα μαζί

Εσύ μου θύμισες πώς είναι να θες με όλη την καρδιά σου να βρίσκεις πάλι τα όνειρα σου
μέσα στο φιλί.

Δάκρυ που κυλά στο μαξιλάρι μου ζάλισε με να αποκοιμηθώ πως ξαπλώνεις στο κρεβάτι πλάι μου άλλη μια φορά να ονειρευτώ

Πάρε με στ’ όνειρο μαζί σου 
κοντά σου να ξενιτευτώ 
πόσο ν’ αντέξω παραπάνω 
της μοναξιάς τον πυρετό

Πάρε ένα μαχαίρι μάτια μου και κόψε αυτά που μας κρατάνε διάλεξε την ώρα κι άφησε
όλα όσα μας γυρνάνε.

Αυτή η ατέλειωτη η γλύκα σου πως με τραβάει να `ξερες να περπατήσω δίπλα σου με θάρρος στην ζωή
Αυτή η ατέλειωτη η δίψα σου για της ζωής το άγνωστο τι μού `χεις δώσει να `ξερες και πού να φανταστείς
Αγάπη μου τρελή να με ζητάς μην κουραστείς

Δε θέλω λόγια εγώ σε ένα φάκελο κλειστό χωρίς μια μυρωδιά
απ`τα δικά σου τα μαλλιά. Δε θέλω γράμματα να λένε πράγματα σκληρά να λένε, ως εδώ εμείς οι δυο.

Εσύ κι εγώ κι οι δρόμοι,
το φως δε λέει συγγνώμη, 
τρέμει, χαράζει κι ανασταίνεται,
μάτια που κλαίτε μ' αρρωσταίνετε 
ζητώντας τ' όνειρο 
μια ζωή παραμύθι κι όνειρο.

Στην προηγούμενη ζωή μου είχα φτάσει ν
α σ’ αγαπήσω, να σε νιώσω, να σε βρω
Κι ύστερα απ’ αυτό μ’ είχες καταδικάσει 
ως την επόμενη ζωή να σ’ αγαπώ

Να έφευγα για πάντα στο Παρίσι να μην επεφτα πάνω σου τυχαία 
να μην ήσουν η μόνη προκυμαία 
που θέλω το ταξίδι μου να κλείσει

Δεν είσαι από 'δω, είσαι απ' άγνωστα μέρη 
σ' έχει στείλει ένα αστέρι να με νιώθεις 
και να μ' αγαπάς 
μια προσευχή, μια ευχή σ' ένα αστέρι 
που κανένας δε ξέρει, σ' έχει φέρει
για να μ' αγαπάς

Θέλω να σου στείλω μια λευκή κόλλα χαρτί 
γιατί είσαι η μόνη που μπορεί τη σιωπή μου να διαβάζει.
Ήσουν παράθυρο που άντεξε στου αέρα την οργή 
μα λύγισες στ’ αρώματα του Μάη

Ήρθες ζεστός από ταξίδι 10 φορές το γύρο της γής έλειπες για καιρόκι είχες πολλά να δεις 
Δε ξεχνάει η καρδιά με τη πρώτη δυσκολία έλα κοντά, πάμε ξανα, μαζί 

Τώρα θα πιάσω σπίτι στον παράδεισο τσάμπα οικόπεδο σε παράλια.
Του έρωτα θα βάλω το πουκάμισο και θα νικήσω δίχως πανοπλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πού πήγε;;