Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, υστερότοκος γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922.
Τον Ιούνιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μούδρο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και μετά στον Αη Στράτη. Από κει οδηγήθηκε στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Οι διώξεις όμως δε σταμάτησαν.
Το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Ο ίδιος ο ποιητής μάλιστα πέρασε από δίκη. Τελικά το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών. Από το 1954 ο Λειβαδίτης εργαζόταν στην Αυγή ως κριτικός ποίησης.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας.
Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.
Έφυγε από κοντά μας στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
Χειρόγραφα του φθινοπώρου
Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη ενός ατέλειωτου χωρισμού.....κι όμως εσύ σωπαίνεις ,γιατί δεν μιλάς,πές μου γιατί ήρθαμε εδώ και από πού ήρθαμε; (Αυτός που σωπαίνει)
Πράγματα ασήμαντα που μόλις τα προσέξαμε και γρήγορα τα ξεχάσαμε,η μυρωδιά ενός μουσκεμένου κήπου,το βλέμμα ενός περαστικού ,μια ραγισμένη φωνή γυναίκας από κάποιο παράθυρο-τα ξεχάσαμε ,αλλά κάποτε θα τα θυμηθούμε και θα νιώσουμε σα να εγκαταλείψαμε εκεί στη μέση του δρόμου την πιο ωραία μας τύχη 'η έναν αγαπημένο νεκρό.Αλλά τώρα τί μπορώ να κάνω;Τουλάχιστον ας παραδεχτώ την ηλικία μου(Ενηλικίωση)
Και όταν ο θεός τέλειωσε την δημιουργία του κόσμου ήρθε ο βαφέας να πάρει τα φορέματα των γυναικών για το πένθοςκαι έγιναν τα ανθοπωλεία στη σειρά.Ανοιξα το παράθυρο και κοίταξα μακρυά τ άδοξο τέλος της μέρας...(Ηλιοβασίλεμα)
Τάσος Λειβαδίτης "Ποιήματα (1958-1964)"
(Υ.Γ.Καιρό είχα να γράψω αγαπημένα αποσπάσματα.Και ο Λειβαδίτης είναι απ τους πιο αγαπημένους.)
Τον Ιούνιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μούδρο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και μετά στον Αη Στράτη. Από κει οδηγήθηκε στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Οι διώξεις όμως δε σταμάτησαν.
Το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Ο ίδιος ο ποιητής μάλιστα πέρασε από δίκη. Τελικά το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών. Από το 1954 ο Λειβαδίτης εργαζόταν στην Αυγή ως κριτικός ποίησης.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας.
Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.
Έφυγε από κοντά μας στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
Χειρόγραφα του φθινοπώρου
Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη ενός ατέλειωτου χωρισμού.....κι όμως εσύ σωπαίνεις ,γιατί δεν μιλάς,πές μου γιατί ήρθαμε εδώ και από πού ήρθαμε; (Αυτός που σωπαίνει)
Πράγματα ασήμαντα που μόλις τα προσέξαμε και γρήγορα τα ξεχάσαμε,η μυρωδιά ενός μουσκεμένου κήπου,το βλέμμα ενός περαστικού ,μια ραγισμένη φωνή γυναίκας από κάποιο παράθυρο-τα ξεχάσαμε ,αλλά κάποτε θα τα θυμηθούμε και θα νιώσουμε σα να εγκαταλείψαμε εκεί στη μέση του δρόμου την πιο ωραία μας τύχη 'η έναν αγαπημένο νεκρό.Αλλά τώρα τί μπορώ να κάνω;Τουλάχιστον ας παραδεχτώ την ηλικία μου(Ενηλικίωση)
Και όταν ο θεός τέλειωσε την δημιουργία του κόσμου ήρθε ο βαφέας να πάρει τα φορέματα των γυναικών για το πένθοςκαι έγιναν τα ανθοπωλεία στη σειρά.Ανοιξα το παράθυρο και κοίταξα μακρυά τ άδοξο τέλος της μέρας...(Ηλιοβασίλεμα)
Ο αιώνιος διάλογος
Κι ο άντρας είπε: πεινώ.
Κι ο άντρας είπε: πεινώ.
Κι η γυναίκα του' βαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δε σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη, κι όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ.
Κι εκείνη σήκωσε, σαν πηγή, το μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε.
Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα' θελα να' μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούρια ξημέρωσε.
Τάσος Λειβαδίτης "Ποιήματα (1958-1964)"
Ένας άγνωστος πολύ γνωστός
Γνωριστήκαμε νύχτα σ' ένα καφενείο κάτω απο συνθήκες σχεδόν μυστηριώδεις -απο τότε ερχόταν συχνά, ιδιαίτερα μετά το έγκλημα έτρεξε αμέσως"ποιός είσαι;'' ρώτησα, "είμαι ο επόμενος", μου λεει,και θα περνουσαν χρόνια για να καταλάβω,εκείνον τον καιρό έψαχνα να βρω κάτι που είχα χάσει (αντο βρω ίσως σωθώ - ίσως σωθεί κι ανθρωπότητα)ή κοίταζα τα φωταγωγημένα τραμ μέσα στα παιδικάμου βράδια"ποιός είσαι;" τον ικέτεψα, "θα το μάθεις, μου λεει, μαόταν θα ΄ναι αργά", ανατρίχιασα - έτσι ερήμην ζήσαμε.
Στη στροφή του δρόμου σταθηκαμε κάτω απο ένα φανάρικαι κοιταχτήκαμε σιωπηλά, με μίσος.αλλά αυτό ειναι μια άλλη παλιά ιστορία αιώνων
Γνωριστήκαμε νύχτα σ' ένα καφενείο κάτω απο συνθήκες σχεδόν μυστηριώδεις -απο τότε ερχόταν συχνά, ιδιαίτερα μετά το έγκλημα έτρεξε αμέσως"ποιός είσαι;'' ρώτησα, "είμαι ο επόμενος", μου λεει,και θα περνουσαν χρόνια για να καταλάβω,εκείνον τον καιρό έψαχνα να βρω κάτι που είχα χάσει (αντο βρω ίσως σωθώ - ίσως σωθεί κι ανθρωπότητα)ή κοίταζα τα φωταγωγημένα τραμ μέσα στα παιδικάμου βράδια"ποιός είσαι;" τον ικέτεψα, "θα το μάθεις, μου λεει, μαόταν θα ΄ναι αργά", ανατρίχιασα - έτσι ερήμην ζήσαμε.
Στη στροφή του δρόμου σταθηκαμε κάτω απο ένα φανάρικαι κοιταχτήκαμε σιωπηλά, με μίσος.αλλά αυτό ειναι μια άλλη παλιά ιστορία αιώνων
Και να που φτάσαμε εδώΧωρίς αποσκευές Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάριΚαι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμοΦτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσεςούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμαΣα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος?
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,αλλά τα πουλιάπετούσαν πιο πέραΣκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλαπάνω απ' το δέντρο που βρέχεται?
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστίαγια να μένουν νεκροί για πάνταΑλλά καθώς βραδιάζειένα φλάουτο κάπουή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες?Φοράω το σακάκι του πατέρακι έτσι είμαστε δυο,κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζωήταν για να δώσωέναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνημ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμίσαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών?
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου.. Δως μου το χέρι σου
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,αλλά τα πουλιάπετούσαν πιο πέραΣκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλαπάνω απ' το δέντρο που βρέχεται?
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστίαγια να μένουν νεκροί για πάνταΑλλά καθώς βραδιάζειένα φλάουτο κάπουή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες?Φοράω το σακάκι του πατέρακι έτσι είμαστε δυο,κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζωήταν για να δώσωέναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνημ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμίσαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών?
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου.. Δως μου το χέρι σου
Απλοί στίχοι
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν' ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
κι ο κόσμος για να πεθάνεις.
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν' ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
κι ο κόσμος για να πεθάνεις.
(Υ.Γ.Καιρό είχα να γράψω αγαπημένα αποσπάσματα.Και ο Λειβαδίτης είναι απ τους πιο αγαπημένους.)