Τ απογεύματα του καλοκαιριού , όταν οι δουλειές του σπιτιού θα χαν τελειώσει ,το μεσημέριανο τραπέζι θα χε μαζευτεί, τα πιάτα θα ήταν στα ντουλάπια καθαρά και οι άντρες θα είχαν κινήσει για τη δεύτερη βάρδια της ημέρας η τον καφενέ, οι γυναίκες θα ριχναν μια τελευταία μάτια στην ακρατοσύνη του σπιτιού και θα 'βγαιναν έξω στα σκαλιά , μια μια μέχρι να ολοκληρώσει την απαρτία της η γειτονιά.
Στ παρακαμούδα.
Μαζί τους η καθεμία θα κουβαλούσε σα μικρό παιδί ένα εργοχειρο. Σε λίγη ώρα θα 'βλεπες στη σειρά παραταγμενα σκυμμενα γυναικεία κεφάλια.
Οι μανάδες με τα δύσκολα κεντήματα.
Κοφτά, φουσκωτά, πεταχτές, πλακέ, λευκαδίτικα, ροδιτικα, σταμπωτα τα περισσότερα απ τις ίδιες, με καρμπόν πατιτουρα απ το αρχικό σχέδιο που ξεσηκωναν από περιοδικα. Οι γιαγιάδες, ένεκα περιορισμένης όρασης, μ ένα πλεκτό με νήμα , που το χαν μάθει τυφλοσουρτι. Στην αρχή ελυναν τα τσεμπερια απ το κεφάλι. Μετα άφηναν το χέρι να φεύγει μόνο του, μαζί με τα σχόλια, για την ημέρα που πέρασε, για τη ζέστη, για τις έννοιες. Το μικρό δαχτυλάκι τους όρθιο, σαν φυσικό στήριγμα στο νήμα. Και στο πλάι το κουβάρι όμορφα παραταγμενο σε μικρά πανερια που στο τέλος αποθεταν τα γυαλιά και το πλεκτό.
Και στην άκρη της σκάλας, για να ξεφεύγουμε πιο εύκολα, εμείς οι μικρές.
Ξεκιναγαμε όλες με τα χοντρά μαξιλαρακια που γινόταν και κάδρα με μάλλινες κλωστές.
Μέχρι να μάθω την σταυροβελονια δύο τέτοια τελείωσα.
Μια Χιονάτη και μια κοκκινοσκουφίτσα.
Το επόμενο στάδιο ήταν οι μουλινεδες.
Μικρά μαξιλαρακια για αρχή έτοιμα σταμπωτα, μετα ασορτί σεμαιδακια, καρεδακια και τραπεζομαντηλα.
Ένα τέτοιο τραπεζομαντηλο μισοτελειωμενο περιμένει στο βάθος της ντουλάπας μου, μόνο και μόνο για ακούω την μάνα να γκρινιάζει.
Τελείωσε το η φερ'το να το τελειώνω...
Μόνο και μόνο να μου θυμίζει εκείνα τα απογεύματα.
Μέσα απ τις κλωστές του κάθε εργοχειρου, έβλεπες τα χρονια να περνούν.
Ξεκιναγαμε εμείς η νέα γενιά με λογιω λογιω χρωματα μουλινεδες. Στη σειρά μέσα στα κουτάκια "Πεταλούδα" μαζί με ένα ψαλιδακι μικρό και μια δαχτυλιθρα. Στο καπάκι του κουτιού αχνογραμμενοι οι αριθμοί των μουλινεδων, προς αποφυγή αντιαισθητικων διχρωμιων... Α και το απαραίτητο ξύλινο τελάρο για να κρατάει τεντωμένο το εργοχειρο.
Οι μανάδες μας με πιο διακριτικους χρωματισμούς.
Γκρι, μπεζ, καφέ, λάδι, χακί. Για πιο επίσημες περιστάσεις.
Και στην άκρη της Ιριδας στο μπεζ ή το λευκό οι γιαγιάδες μας.
Θαρρείς και το πέρασμα των χρόνων έφερνε αυτή την λιτή μάτια των πραγμάτων, την απεξάρτηση της ζωής απ τα περιττά.
Το απογευματινό εργοχειρο εκτός απ το πρακτικό κομμάτι του, δλδ την προετοιμασία της προικας του σπιτιού, έκρυβε πολλά μικρά νοσταλγικά κομμάτια.
Έκρυβε τη χαλάρωση της γυναίκας του χωριού, την ξεκούραση της .
Έκρυβε ένα είδος ενασχόλησης δημιουργικής, ένα χόμπι.
Έκρυβε το άγχος που γλιστρούσε μαζι με κάθε βελονια.
Έκρυβε την παρέα, το γέλιο, τα ανέκδοτα, τις στενοχώριες, τις συμβουλές, τα κουτσομπολιά,τν αφλουγή, τις ελπίδες.
Έκρυβε ένα μικρό συναγωνισμό, για το τελικό αποτέλεσμα, το μερακι της καθεμιάς, τη γρηγοραδα της.
Έκρυβε ανάσες το εργοχειρο, παρηγοριά, μια σταλιά ραχατιου και δύο νήματα αγάπης.
Την αγάπη που συναντάω κάθε που ανοίγω τα συρτάρια με τα κεντήματα της μάνας.
Την αγάπη κάθε μανας για την κόρη η το γιο.
Την ελπίδα να φτιάξουν ένα όμορφο σπιτικό στο μέλλον. Μια όμορφα στολισμένη οικογένεια.
Η ίδια ιστορία κάθε μέρα του καλοκαιριού.
Μέχρι που ν ακουγόταν η μελωδική καμπάνα τ Αν-Βασίλη που σήμαινε εσπερινό.
Τότε τα πόδια θα κατεβαιναν από το σταυροπόδι, οι γιαγιάδες θα βγαζαν τα γυαλιά και θα τα τοποθετούσαν όμορφα μέσα στο πανερι μαζί με το πλεκτό.
Φτου ξελευθερια και για τις μικρές. Το παιχνίδι είχε ήδη αρχίσει.
Από τότε μέχρι τώρα τα εργοχειρα έχουν λιγοστεψει, οι γειτονιές άδειασαν, τα γέλια αραιωσαν.
Ο κόσμος κλείνεται πιο εύκολα στα σπίτια του παντού, μπροστά σε μια οθόνη.
Αγαλιαζει η ψυχή μου κάθε που βλέπω μαζεμενη γειτονιά. Και ας μην είναι το κέντημα πλέον το θέμα.
Είναι η παρέα το ζητούμενο.
Η παρακαμούδα.
Γιατί πλέον τα έθιμα απλοποιηθηκαν, μαζί με τις ανάγκες του νοικοκυριού. Τα έπιπλα άλλαξαν , σπάνια στολιζονται τα σεμαιδακια.
Μα, κάθε που μπαίνω σε σπίτι στολισμένο με εργοχειρα, οσμιζομαι σπίτι φτιαγμένο με αγάπη, με έννοια, σκυμμενα γυναικεία κεφάλια σε παράταξη, και πολλά πολλά αληθινά γέλια και πειράγματα.
Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία μια θεια της γιαγιά μου
με το τσεμπέρι και τ αδράχτ' να κλώθ' το νήμα.
Γι αυτή θα τα πούμε σ άλλο ποστ...