Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Τάσος Λειβαδίτης


ΑΠΛΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν' ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
κι ο κόσμος για να πεθάνεις.



O AΙΩΝΙΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Κι ο άντρας είπε: πεινώ. Κι η γυναίκα του' βαλε ψωμί στο τραπέζι. Κι ο άντρας απόφαγε. Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα. Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δε σε τρομάζω. Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη, κι όμως φοβάμαι. Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους. Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία. Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε, σαν πηγή, το μαστό της. Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη. Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του. Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά. Κι ο άντρας είπε: θα' θελα να' μαι θεός. Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο. Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε. Και μια μέρα καινούρια ξημέρωσε.
Τάσος Λειβαδίτης "Ποιήματα (1958-1964)"


ι τελευταίοι
Mεγάλα λόγιαπου φωνάξαμε στους δρόμουςμικρές αλήθειες που αποσιωπήσαμε στον εαυτό μας...
Γι' αυτό σου λέωπρέπει να βρείς έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους,όχι να περιμένεις την πράξη - είναι τότε αργά.
...σκορπιασμένα ταφύλλα του ημερολογίου σαν μικροί απεριποίητοι τάφοισ' ένα ιδιόκτητο κοιμητήρι.
Tα μαλλιά της γεράσανε και πάνω στα ωχρά της χείλησαπίζουν αρχαία μακρόσυρτα φιλιά και πολλά ανοιξιάτικα λόγια.
...και μέναμε κι οι δυό μετέωροι κι ολομόναχοι, κρεμασμένοιαπ' την αρπαγήμιας ασυνάντητης ηδονής...
...είναι τώρα το ανάχωμαενός τάφουπου έθαψαν όλη την εφηβική παντοδυναμία μου.
Γιατί οι άνθρωποι μόνο όταν βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σουβεβαιώνονται οτι κι εσύ υπάρχεις.
...ο ουρανίσκος μου είναιένα μικρό κοιμητήρι όπου σαπίζουνχιλιάδες ανείπωτα λόγια.
Tο ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς - την πρώτη μέραπου διστάσαμε να πάρουμε μιάν απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοισε μιάν αναβολή.
Oλα όσα αρνηθήκαμε - αυτό είναι το πεπρωμένο μας.
H μήπως το μέγιστο μάθημα του Iησού ήταν η ώρα η νεανικήπου θάπρεπε να πεθάνουμε.
...τα βήματα μιας μεγάλης ώρας που προσπαθήσαμε ν' αποφύγουμετα βήματα μιάς μικρής θυσίας που δεν τολμήσαμε να κάνουμε...
...κάθε τόσο σηκωνόταν κι έβγαζε το καπέλο τουσαν να ζητούσε συγνώμην που υπήρχε.
...η αίσθηση του ανεκπλήρωτουόταν είχαμε πετύχει, φιλοδοξίες, τύψεις, γενναιότητεςπου σαν μεγεθυντικοί φακοί μεγάλωναν ώς το άπειροτον ελάχιστο εαυτό μας...Kαι δεν είδαμε τίποτα απ' τον απέραντο κόσμο



Ένας άγνωστος πολύ γνωστός
Γνωριστήκαμε νύχτα σ' ένα καφενείο κάτω απο συνθήκεςσχεδόν μυστηριώδεις -απο τότε ερχόταν συχνά, ιδιαίτερα μετά το έγκλημαέτρεξε αμέσως"ποιός είσαι;'' ρώτησα, "είμαι ο επόμενος", μου λεει,και θα περνουσαν χρόνια για να καταλάβω,εκείνον τον καιρό έψαχνα να βρω κάτι που είχα χάσει (αντο βρω ίσως σωθώ - ίσως σωθεί κι ανθρωπότητα)ή κοίταζα τα φωταγωγημένα τραμ μέσα στα παιδικάμου βράδια"ποιός είσαι;" τον ικέτεψα, "θα το μάθεις, μου λεει, μαόταν θα ΄ναι αργά", ανατρίχιασα - έτσι ερήμην ζήσαμε.
Στη στροφή του δρόμου σταθηκαμε κάτω απο ένα φανάρικαι κοιταχτήκαμε σιωπηλά, με μίσος.αλλά αυτό ειναι μια άλλη παλιά ιστορία αιώνων



Και να που φτάσαμε εδώ Χωρίς αποσκευές Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάριΚαι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμοΦτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσεςούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμαΣα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος?
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,αλλά τα πουλιάπετούσαν πιο πέραΣκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλαπάνω απ' το δέντρο που βρέχεται?
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστίαγια να μένουν νεκροί για πάνταΑλλά καθώς βραδιάζειένα φλάουτο κάπουή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες?Φοράω το σακάκι του πατέρακι έτσι είμαστε δυο,κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζωήταν για να δώσωέναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνημ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμίσαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών?
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου.. Δος μου το χέρι σου


Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη ενός ατέλειωτου χωρισμού.....κι όμως εσύ σωπαίνεις ,γιατί δεν μιλάς,πές μου γιατί ήρθαμε εδώ και από πού ήρθαμε; (Αυτός που σωπαίνει)
Πράγματα ασήμαντα που μόλις τα προσέξαμε και γρήγορα τα ξεχάσαμε,η μυρωδιά ενός μουσκεμένου κήπου,το βλέμμα ενός περαστικού ,μια ραγισμένη φωνή γυναίκας από κάποιο παράθυρο-τα ξεχάσαμε ,αλλά κάποτε θα τα θυμηθούμε και θα νιώσουμε σα να εγκαταλείψαμε εκεί στη μέση του δρόμουτην πιο ωραία μας τύχη 'η έναν αγαπημένο νεκρό.Αλλά τώρα τί μπορώ να κάνω;Τουλάχιστον ας παραδεχτώ την ηλικία μου(Ενηλικίωση)
Και όταν ο θεός τέλειωσε την δημιουργία του κόσμου ήρθε ο βαφέας να πάρει τα φορέματα των γυναικών για το πένθοςκαι έγιναν τα ανθοπωλεία στη σειρά.Ανοιξα το παράθυρο και κοίταξα μακρυά τ άδοξο τέλος της μέρας...(Ηλιοβασίλεμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πού πήγε;;