Αγέρας στο μπαλκόνι, στην κούνια, στη σκέψη, στη ζωή.
Φυσάει απόψε, και εκτός απ τον Άνεμο έμεινε η σιωπή να αποχαιρετά τον Μάη...
Μαζί με μια φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Ο Μάης.
Ο πιο μικρός και κακομαθημένος γιος της Άνοιξης.
Φόβος.
Κάθε χρόνο θα φανερώσει μια πληγή.
Ή θ αφήσει μια καινούρια.
Στο μπαλκόνι ο αγέρας φυσάει.
Και η θέα αλλάζει.
Δεν είναι μόνο τα μπαλκόνια με τη διαφορετική θέα.
Πιότερο είναι η γωνιά.
Η κάθε γωνιά.
Μαζεμένη απόψε στη πιο μικρή γωνιά του είναι μου, δίστασα ν αφήσω περιθώρια και ανάσες να ξεφύγουν.
Φοβήθηκα ν αφήσω τα πλοία να φύγουν ελεύθερα.
Ήθελα να μαι μέσα.
Μέσα στη θάλασσα , τον αγέρα, τα λουλούδια
Ήθελα απόψε να κατηφορίσω στη φουρτούνα, να τον κοιτάζω που θα χάνεται αθόρυβα μέσα στα κύματα , και να του τάξω αγάπη, αγάπη, και τη γλύκα του πρωινού.
Κάθε πρωινού.
Μόνο του πρωινού.
Το σούρουπο γεμίζει
παραγραφές αδικημάτων, συναισθημάτων που σ αγαναχτούν, μα και απόψε θα κοιμηθείς αφήνωντας τα πίσω.
Τα σπίτια,οι πόλεις, οι ανάσες η θάλασσα,ο ουρανός,
Οι άνθρωποι....
Τα παιδιά...
Τα χαμόγελια τους...
Μερικές ανάσες ξεχασμένες στο παγωμένο τζάμι του Γενάρη
Και δυό δάκρυα που νότισαν την ύπαρξη.
Παράξενη μέρα....
Του φευγιού.
Φωτιά φούσκωμα φλόγα φθορά και φόβος
Κάθε χρόνο το Μάη....
Για σένα - Γιάννης Κότσιρας
Έφτιαξα κόσμο στην παλάμη μου βαθιά, έβαλα χρώματα κι αστέρια και βουνά και με τα κύματα ζωγράφισα νησιά, μόνο για σένα.
Κι έτσι που σου σβησα στα χείλη τη σιωπή, τον ήλιο κρέμασα στου κόσμου το σχοινί, να ταξιδεύει μεσ' τη θάλασσα η ψυχή, πάντα για σένα.
Κι όπως θα στάζουν τα φεγγάρια στο νερό, θα κλέψω χρώμα και θα φτιάξω ουρανό, για να πετάξω μ' ένα χάρτινο φτερό, μαζί με σένα.
Κι όπως θα λιώνει μεσ' τα μάτια σου η βροχή, ουράνια τόξα θα γεννάει το φιλί, να ξημερώνει κι η ζωή μου να μπορεί, να ζει για σένα.
Έφτιαξα κόσμο στης παλάμης τις γραμμές όταν σαν σύννεφα θα φεύγουν οι εποχές, να θέλω αυτά που έχεις τη δύναμη να θες να θέλω εσένα.
Ξέρω καρδιά μου θα' ρθουν δύσκολοι καιροί, κι όμως η φλόγα αυτή που ανάβει στο κερί, όσο κι αν λιώνω μου μαθαίνει απ' την αρχή, να καίω για σένα.
Εκεί για σένα, θα'μαι εκεί για σένα, ένα γέλιο θα'μαι, μια στιγμούλα θα'μαι. Κι ίσως να'μαι κάτι που να μοιάζει αγάπη. θα'μαι εκεί για σένα. δύο κορμιά σαν ένα
Mεγάλωσα με πολλές γυναίκες γύρω μου.
Στα γύρω σπίτια, στις γύρω γειτονιές ,στους γύρω κύκλους,
που έφτιαχναν τα παιδιά μικρά,για να περιλάβουν ανθρώπους.
Μην τυχόν και τους φύγουν.
Γυναίκες ,ψηλές,κοντές,γεμάτες,αδύνατες.
Γυναίκες με μαύρα.
Ποτέ δεν τους έσκιασε το μαύρο.
Ρούχα είναι έλεγαν ,απαξιωτικά,και έκρυβαν καλά τους καημούς τους.
Θειάδες τις λέγαμε όλες.
Ούτε γιαγιάδες ούτε κυρίες.
Στο χωριό δεν υπήρχε πληθυντικός σεβασμού.
Μόνο σεβασμός του πλήθους.
Του ανθρώπου,της γυναίκας.
Των γυναικών με μαύρα.
Πλέον στο μυαλό μου απέκτησαν μια ατόφια ενιαία μορφή.
Τότε η καθεμιά είχε τη δική της.
Μορφή,ρυτίδες,μάτια,έκφραση,κούραση,πόνος,γέλιο.
Και μια σκιά μπροστά στα μάτια τους.
Τη σκιά της ζωής και της έννοιας.
Οι θειάδες στο χωριό δεν μεγάλωσαν ποτέ.
Ούτε γέρασαν.
Μέχρι την τελευταια τους στιγμή ακολουθούσαν τη γη.
Τα χωράφια,τα σπίτια,τα ζώα ,τα παιδιά,τους άντρες.
Πλέον στο μυαλό μου, τις βλέπω μπροστά απ όλα αυτά.
Να ηγούνται .
Να σηκώνονται αυγή για να μαγειρέψουν.
Να τραβάνε τ άλογα για τα χωράφια.
Να ακολουθούνται από κοπάδια.
Να μαζεύουν ελιές .
Να πλένουν.
Να ορμηνεύουν τα παιδιά.
Να προτείνουν στους άντρες.
Ν ακολουθούν οι έννοιες, σαν το παιδί το κρεμασμένο πίσω απ τη φούστα της μάνας.
Κάθε νυχτιά ,έδιωχναν τις έννοιες να γλυστρίσουν απ τα μαλλιά τους ,καθώς έβγαζαν τις φουρκέτες απ τον σφιχτά δεμένο κότσο τους.
Οι θειάδες στο χωριό δεν απόκτησαν ποτέ δικό τους πορτοφόλι.
Ούτε δική τους δουλειά.
Δεν έμαθαν ποτέ το εγώ.
Μόνο εμείς ήξεραν,δείχνοντας τον δρόμο σιωπηλά στους άντρες.
Οι θειάδες στο χωριό δεν έμαθαν ποτέ να νανουρίζουν.
Ούτε να λένε παραμύθια .
Ίσως δεν έμαθαν.
Ίσως δεν προλάβαιναν.
Την αγάπη, τους τη δίδαξε η γης.
Έδιναν όπως η γη .
Άκουγαν όπως η γη.
Δίδασκαν όπως η γη.
Δίψαγαν όπως η γη.
Και δεν ζήτησαν ποτέ πίσω τίποτα.
Kαι όταν μαζεύοταν τα βραδάκια του καλοκαιριού στους μαχαλάδες τις ώρες που έλειπαν οι άντρες στους καφενέδες, γελούσαν με την ψυχή τους.
Χαλάρωνε τ αχείλι τους.
Έτρεχε το γέλιο στις ψυχές τους και στ ανοιχτά στόματα των παιδιών που τις χάζευαν να μιλάνε.
Φανέρωναν μόνο λίγο απ τα πρόσωπα τους, κάτω απ τα καλά σφιγμένα τσεμπέρια τους.
Άφηναν το μέτωπο να λάμπει καθάριο στον ήλιο,να φανερώσει τις ρυτίδες του μόχθου,και του αγώνα.
Της δικαιοσύνης και της μνήμης.
Παιδιά ξενητεμένα,άντρες χαμένοι σε πολέμους,αντίσταση,αγώνες,παιδιά που έπρεπε να φάνε,αεροπλάνα που δεν γνώρισαν ποτέ,καράβια που δεν σάλπαραν μαζί τους,κόσμοι που κάποτε είδαν σε καρτ-ποστάλ.
Και πάλι κατέβαζαν τα μάτια στη γη μονολογώντας.
Οι θειάδες στο χωριό είχαν πάντα μια ανοιχτή πόρτα για τα παιδιά.
Για όλα τα παιδιά.
Και μια καραμέλα για να τα γλυκάνουν.
Λες και καλόπιαναν τα επόμενα χρόνια με γλυκά.
Όχι ,δεν είναι που τους ένοιαξε ο θάνατος.
Δεν πρόλαβαν να τον σκεφτούν,ούτε να τον φιλοσοφήσουν.
Μόνο η ζωή τους ένοιαζε..
Των παιδιών τους η ζωή-καλά τυλιγμένο καρβέλι στις λευκές κεντημένες πετσέτες τους...
Ξανά το συγκεκριμένο ποστ, γιατί είναι αγαπημένο πολύ, γιατί με φέρνει πίσω ακριβώς όπως αξίζει, ακριβώς επειδή θέλω να κλέψω λίγο απ τη δύναμη τους.. Καλησπέρα!!!
I heard that you're settled down That you found a girl and you're married now. I heard that your dreams came true. Guess she gave you things I didn't give to you.
Old friend, why are you so shy? Ain't like you to hold back or hide from the light.
I hate to turn up out of the blue uninvited But I couldn't stay away, I couldn't fight it. I had hoped you'd see my face and that you'd be reminded That for me it isn't over.
Never mind, I'll find someone like you I wish nothing but the best for you too Don't forget me, I beg I remember you said, "Sometimes it lasts in love but sometimes it hurts instead, Sometimes it lasts in love but sometimes it hurts instead"
You know how the time flies Only yesterday was the time of our lives We were born and raised In a summer haze Bound by the surprise of our glory days
I hate to turn up out of the blue uninvited But I couldn't stay away, I couldn't fight it. I'd hoped you'd see my face and that you'd be reminded That for me it isn't over.
Never mind, I'll find someone like you I wish nothing but the best for you too Don't forget me, I beg I remember you said, "Sometimes it lasts in love but sometimes it hurts instead."
Nothing compares No worries or cares Regrets and mistakes They are memories made. Who would have known how bittersweet this would taste?
Never mind, I'll find someone like you I wish nothing but the best for you Don't forget me, I beg I remember you said, "Sometimes it lasts in love but sometimes it hurts instead."
Never mind, I'll find someone like you I wish nothing but the best for you too Don't forget me, I beg I remember you said, "Sometimes it lasts in love but sometimes it hurts instead, Sometimes it lasts in love but sometimes it hurts instead
Σιωπή και κούραση.
Μέρες τώρα.
Όνειρο, ταξίδι και βουτιές.
Αρόδο.
Στο δικό μου λιμάνι.
Καταμεσής.
Δικό μου όνειρο, ξένες οι λέξεις
Έξω απ το παράθυρο.
Βαρύ φορτίο.
Διπλό.
Μάλαμα βενετσιάνικο στο ένα αμπάρι.
Στιλέτα και πληγές στην άλλη.
Έλα να παίξουμε απόψε ερωτήσεις.
Όποιος νικήσει, κερδίζει πληγές και μαχαιριές.
Τέτοιες είναι οι ώρες που λυγάω.
Μαθαίνω.
Ξεκλειδώνω.
Φοβάμαι
Σχεδιάζω
Ταξιδεύω
Αφήνομαι.
Λήθαργο θα επιλέξω.
Και θα σφίξω τα μάτια πολύ να πετάξω έξω κάθε σκέψη απέραντη.
Κάθε αβάσταχτη έννοια.
Η τριανταφυλλιά γέμισε ήδη ροζ μπουμπούκια και ο βασιλικός άρχισε να χαρίζει ταξίδια και μυρωδιές.
Αυτό το κοριτσάκι έχασε τη μητέρα του στον πόλεμο. Στην αυλή του ορφανοτροφείου ζωγράφισε τη μητέρα της με κιμωλία και κουλουριάστηκε στην αγκαλιά της. Έβγαλε τα παπούτσια της όπως όταν μπαίνουμε σε ιερό χώρο. Η αγάπη είναι ο πιο ιερός μας τόπος. Πρέπει να προσπαθήσουμε κανένα παιδί να μη βιώσει τον πόλεμο από δω και πέρα.
Οι νέοι του Συλλόγου Μανταμαδιωτών Αθήνας θα
μαζευτούμε την Κυριακή των Μυροφόρων 19
Μαΐου 2013 και ώρα 14.00 το μεσημέρι στα γραφεία του Συλλόγου μας , Γ' Σεπτεμβρίου 393ος όροφος , για
να γιορτάσουμε τον Ταξιάρχη μας.
Στην παρέα μας χωράνε και οι
μεγαλύτεροι που τους καλούμε κι αυτούς να έρθουν να γλεντήσουμε όλοι μαζί και
να τιμήσουμε το έθιμο του χωριού μας.
Χρόνια πριν, εκεί γύρω στην Τρίτη Δημοτικού τέτοια μέρα είχαμε γυρίσει σ όλες τις αυλές της γειτονιάς και τις πιο γύρω με το αδέρφι μου, και είχαμε ζητήσει απ όλες τις γιαγιάδες, λουλούδια απ την αυλή τους.
Και μιας και τούτη η Κυριακή συνήθως έχει πολλά λουλούδια, είχαμε γεμίσει ένα τραπέζι λουλούδια.
Πολλά λουλούδια.
Για τη μαμά μας, για τη γιορτή της μητέρας...
Σήμερα θυμήθηκα την σκηνή αυτή όταν ήρθε ο Παναγιώτης μου μ ένα μπουκέτο αγριολούλουδα και η Κατερίνα με μια βιολέτα η μισή μέσα στο χέρι της, η υπόλοιπη στα δοντάκια της...
Για τα Χρόνια Πόλλά
Με την αγάπη που μόνο τα παιδιά μπορούν να χαρίσουν.
Στη μαμά τους.
Χρόνια Πολλά λοιπόν και από μένα.
Αρχικά στη δική μου,
και μετά σ όλες τις μαμάδες του κόσμου.
Στις μαμάδες που έχουν πολλά παιδιά και μπορούν,
στις γυναίκες που δεν μπόρεσαν ποτέ να γίνουν μητέρες, αλλά χαιδεύουν με τα μάτια τους όλα τα παιδιά που βλέπουν,
στις μαμάδες που προσπάθούσαν χρόνια να κάνουν παιδιά και ταλαιπωρήθηκαν πολύ με εξωσωματικές και γιατρούς,
στις μαμάδες που έζησαν ή ζουν την μεγαλύτερη δυστυχία, να χουν χάσει παιδί.
Για τις μάνες που δεν βλέπουν τα παιδιά τους, γιατί είναι μετανάστριες σε κάποια άλλη χώρα ,για να μπορέσουν να τ αναθρέψουν,
για τις μάνες που προσπαθούν καθημερινά να τα βάλουν κοντά κοντά, και ποτέ δεν φτάνουν,
που βλέπουν τα παιδιά τους να πεινάνε, να υποσιτίζονται,
για όλες τις μάνες του κόσμου, σ όλες τις γωνιές της γης,
όσο σκληρές ή γλυκές τις έχει μετατρέψει η ζωή,
όσο και αν πιστεύουν πως είναι καλές μανάδες ή όχι,
αξίζει ένα χρόνια πολλα,
μια μικρή μαργαρίτα
και ένα τραγούδι για ευχαριστώ.
Γιατί καλώς ή κακώς,
στο πιο βαθύ μέρος της ψυχής μας,
στο πιο μέσα της καρδιάς μας βρίσκεται πάντα η μάνα,
Ρε, δε με νοιάζει από που `ρθες σου λέω κι εμείς εδώ είμαστε
περαστικοί στον ουρανό ν’ ανέβω και να τα λέω πάω στοίχημα πως θα `σαι και
εκεί
Ρε, δε με νοιάζει ποιος σ’ έστειλε, τι θες ούτε αν είσαι από άλλο
πλανήτη, εδώ χρωστάμε λύπες και χαρές σ’ ένα φύλακα άγγελο
αλήτη.
Σ’ έχω δει στα πιο παράξενα και όμορφα μέρη όπου κρατούσα
μικρόφωνο βρισκόσουν εκεί με ένα τσιγάρο ή μ’ ένα ποτήρι στο χέρι κάπου
στο βάθος μακριά από τη σκηνή σ’ είδα χειμώνα σ’ ένα χώρο ζεστό μικρό και
καλοκαίρι σε φευγάτο νησί σ’ είδα σε γήπεδο σε κάποιο μακρινό χωριό και
στην Αθήνα σε μεγάλο μαγαζί. Σ’ είδα κι αλλού με κόσμο πολύ
στριμωγμένο και σε μέρος που ήμασταν εμείς κι εμείς σ’ είδα να γελάς και
άλλοτε θυμωμένο και γούσταρα λόγω τιμής σ’ έχω ακούσει δυνατά να τραγουδάς
και να φωνάζεις να τα κάνεις τριγύρω σου κομμάτια σ’ έχω πιάσει για ώρα
προσεκτικά να κοιτάζεις τα `χουμε πει τόσες φορές με τα μάτια. Σ’ είδα να
μου χτυπάς την πλάτη και να φεύγεις να δακρύζεις και το κεφάλι να
σκύβεις σ’ έψαχνα κάπου στο φως, αλλά κι εσύ τ’ αποφεύγεις στην αρχή μου
φαινόταν πως κι εσύ κάτι κρύβεις με την πάρτη σου που λες είχαν πολλοί
τρελαθεί σ’ είχαν περάσει για χαμένο ή ασφαλίτη τώρα ξέρω το Low Bap όπου
βρεθεί έχει ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Ρε, δε με νοιάζει από που `ρθες
σου λέω κι εμείς εδώ είμαστε περαστικοί στον ουρανό ν’ ανέβω και να τα
λέω πάω στοίχημα πως θα `σαι και εκεί
Ρε, δε με νοιάζει ποιος σ’
έστειλε, τι θες ούτε αν είσαι από άλλο πλανήτη, εδώ χρωστάμε λύπες και
χαρές σ’ ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Δε σ’ έχω πιάσει πάνω απ’ άλλους να
θέλεις ν’ ακουστείς, όμως μαντεύω πως καλά με τα λόγια θα τα πας δεν
αγριεύεις χωρίς λόγο κι αν πιαστείς τότε κουλάρεις ξανά και στο τοίχο
ακουμπάς υποψιάζομαι περίπου ποιο τραγούδι γουστάρεις και νιώθω πως ακούς
πάντα το ονειρολόγιο ωραία ακόμα ένας τρελός ταξιδιάρης που είναι η ζωή
του ένα Low Bap δρομολόγιο Υπάρχουν φίλοι που δεν έχουν δώσει δραχμή, ενώ
εσύ πληρώνεις μάλλον εισιτήριο υπάρχουν κι αυτοί που δεν είχανε τιμή ποιο
θα τους διάλεγες, για πες μου εσύ μαρτύριο; Υπάρχουν κι άλλοι όχι και τόσο
κουρασμένοι θυμίζουν μαθητές μέσα στη τάξη μπροστά που κάθονται οι καλά οι
διαβασμένοι και πίσω αυτοί που είναι αλλού μα και οι εντάξει Μου παν στα
δύσκολα πως ρώταγες για έμενα τότε γέλασα πολύ κι η ψυχή μου το
χάρηκε τους είπα να σε βρουν όμως τα ίχνη σβησμένα κάποιος τους είπε πως ο
αλήτης χάθηκε Εγώ όμως ξέρω την επόμενη φορά όταν θα ψάξω, από πάνω απ’ τη
σκηνή σε μια γωνιά στη τελευταία της σειρά πάω στοίχημα ξανά πως θα’ σαι
εκεί
Ρε, δε με νοιάζει από που `ρθες σου λέω κι εμείς εδώ είμαστε
περαστικοί στον ουρανό ν’ ανέβω και να τα λέω πάω στοίχημα πως θα `σαι και
εκεί
Ρε, δε με νοιάζει ποιος σ’ έστειλε, τι θες ούτε αν είσαι από άλλο
πλανήτη, εδώ χρωστάμε λύπες και χαρές σ’ ένα φύλακα άγγελο αλήτη
Μου έμειναν στην αρχή στίχοι, μετά έγινε οικείο και στο τέλος μπήκε στη μεγάλη λίστα με τ αγαπημένα.
Ζήτησα βοήθεια, -γιατί το συγκεκριμένο είδος μουσικής δεν είναι απ τα γνωστά μου, απ τα αγαπημένα μου ακόμα- για να βρω απάντηση...
Sadazihzinia- Χρέωσε τα στη φωτιά
Τον τελευταίο καιρό ακούω συχνά και τρομάζω να λένε όλοι εδώ τριγύρω μου ότι
ωριμάζω κι ότι φιλιώνω μ’ όλα αυτά που κι αυτοί αγαπάνε, μ’ όλα αυτά τα
κοντινά και τα πικρά που συναντάνε και μιλάνε, γερνάνε, πάνω σ’ αυτά που
περπατάνε, πετάνε κι όλο ξεχνάνε, από το τίποτα ζητάνε, και πάνε στα
σίγουρα, όπως θέλει η εποχή, εγώ όμως, πλάι μου σέρνω πορφυρένια
ευχή. Πάντα να στέκομαι μπροστά απ’ τη σκιά μου κι απ’ τη φωτιά να
ξεπηδάνε τα όνειρα τα μικρά μου κοντά μου τα φέρνει ο χρόνος ψημένα και
ταμένα να `ναι, με τη ζωή ερωτευμένα. Σ’ αυτό το κόσμο με τα χιλιαδυό
μπαλώματα όπου ανοίγουν οι ψυχές, κλέινουνε στόματα και δε χορταίνει η
αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά, στα κρυφά γεννάει το ψέμα και ούτε
τσιμουδιά. Γι’ αυτό η ευχή μου ανασαίνει στου καιρού τα γυρίσματα και δεν
μπορεί τα διαβολοσκορπίσματα, έχει περίσσεμα ονείρατα πολλά και χρέωσέ τα
στη φωτιά.
Να και μια ευχή που χαράμι δε πήγε κι αν δε γουστάρεις
μάζεψέ τα και φύγε. Αν περισσέψαν όνειρά μου σκιά μου, χρέωσέ τα στη
φωτιά δεν είναι δικά μου.
Είναι μια ευχή που έχει ρίζα σαν κι αυτή της
πεθυμιάς, γι’ αυτό δε βιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάς γι’ αυτό και
δε της κάνω το τελευταίο σινιάλο, το φυλάω για όταν θα πέσω σε κανάλι
μεγάλο ή για σπουδαία χαρά και πρωτοτόκια, εκεί που λιώνουν στη φωτιά και
τ’ ατσάλινα ξόρκια για εκεί μαζεύω στάλα στάλα στης ζωής την καράφα τις
στιγμές μου, τη πιο μεγάλη μου γκάφα, το χειρότερο στο διάβα μου
βραχνά που δε κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά που μου λένε ότι
ωριμάζω και να συνεχίσω μ’ άλλα λόγια, μπρος γκρεμός, γκρεμός και
πίσω. Ονειρεύομαι, λοιπόν, με τη ψυχή στο στόμα κι ίσως κάνουν πως δε
καταλάβανε ακόμα, όσοι έχουν πάρε δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους, θα
συναντήσουνε στο φως τα σχέδια τους. Γεια χαρά τους εγώ κυλάω σε πύρινη
φλέβα κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, έχει χώρο, ανέβα. Στα όνειρα που
περισσεύουν, ρίξε μια ματιά και χρέωσέ τα στη φωτιά
Όμορφο κομμάτι...
Και αυτόματα στο μυαλό μου ήρθε μια ανάμνηση Γ' Λυκείου, ένα τραγούδι που μου χε γράψει λέξη προς λέξη στη Φυσική της Δέσμης αγαπημένος μου συμμαθητής.
Στέρεο Νόβα : Το ταξίδι της φάλαινας
Ζεστό καλοκαίρι, κρατάς ακόμα κίτρινο αέρα φυσάει ένα μεγάλο στόμα απ' το ραδιόφωνο οι εκφωνητές ασκούν υπεροχή ανασταίνουν και θάβουν χωρίς καμιά διακοπή ασταμάτητα κανάλια τρώνε το μυαλό μας έχουμε χάσει τόσα που δεν ξέρουμε τι είναι δικό μας οι φτωχοί ξέρω πως είναι περισσότερο φτωχοί κι οι πλούσιοι βαριούνται την τρελή τους ζωή μέσα από έντυπα μας καλούν να ζήσουμε μια άλλη ζωή μα είναι ζωή αυτή; όταν μια οικογένεια ζει μ' ένα μισθό εκατό χιλιάδες οι τύραννοι χαϊδεύουν κοιλιές μεγάλες και δεν είναι μόνο αυτό, μας κυνηγούν χιλιάδες μάρκες έξτρα φόροι, έξτρα Φ.Π.Α., έξτρα σκατά κι ένας πόλεμος δίπλα μας που κανείς δεν τον σταματά και κανείς δε διακινδυνεύει η αγάπη μάς διαφεύγει κι αντί γι' αυτό ψιθυρίζουμε διαφημίσεις χρησιμοποιούμε το σεξ για ν' αποφύγουμε τις σχέσεις κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες
Σαν κατεψυγμένα κρέατα πουλιούνται τα πρότυπα ταυτιζόμαστε με ήρωες κι αλλάζουμε πρόσωπα πολύ αργά καταλαβαίνουμε πως ήταν σα μια στύση που πέφτει ένα εκατομμύριο στερεότυπα που δεν έχουν πια καμιά γεύση με κάνουν ν' απορώ πώς στεκόμαστε αδιάφοροι στο ψέμα γιατί χάνουμε χρόνο όταν μέσα μας τρέχει το αίμα σαν οδοντόπαστες λιώνουμε μπροστά απ' την τηλεόραση κοιτάμε εικόνες έχοντας χάσει την αρχική όραση κοιτάζοντας τα ιδρωμένα πρόσωπα κάθε γλείφτη καθαρίζουμε φρούτα για να διατηρούμε την αργή μας σήψη καθαροί στρέιτ γιάπις διασχίζουν λεωφόρους περήφανα στήνουν το μέλλον με δικούς τους όρους σαν έξυπνοι βλάκες φέρνουν τη ντροπή της εκπαίδευσης κι από μια περιστρεφόμενη θέση καμαρώνουν γι' αυτή τη δικαίωση το 2000 η μόδα θα τους θέλει ντυμένους με δερμάτινα πιο γυμνασμένους να κυβερνούν κατώτερα όντα άτιμα κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες
Στην πίστα του αεροδρομίου έχει νυχτώσει ένα εκατομμύριο αστέρια φωτίζουν ό,τι μ' έχει πληγώσει ένας φίλος μου απόψε εγκαταλείπει αυτή τη χώρα κατά βάθος λυπάται μα δε βλέπει και την ώρα που η ζωή του θ' αλλάξει όταν τ' αεροπλάνα πετάνε η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε είναι τρομέρο το θέαμα η αίσθηση αυτή ότι πετάς δεν έχω άλλη εκλογή ένα κίτρινο ταξί περιμένει φυσάει, θα χειμωνιάσει δύο ώρες και ξημερώνει συννεφιασμένη Κυριακή πρώτη μέρα του χειμώνα σκέφτομαι τους πιο σημαντικούς ανθρώπους αυτού του αιώνα απ' το δεξί καθρεφτάκι ο κόσμος μένει πίσω ποτέ δεν είχα τίποτα κι απόψε θέλω να σε φιλήσω να μείνεις στα μάτια μου σαν άδειο τοπίο να κάνουμε έρωτα στο αστεροσκοπείο κουλουριασμένοι σα μπάλα να εκτοξευθούμε μέχρι που ειρηνικά στο διάστημα να κοιμηθούμε κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ
φουρτούνα και αν κρύβει, είναι το σήμερα και είναι δικό μας.
Και επειδή χρόνια τώρα το πρώτο που θα μου μείνει από κάθε τραγούδι είναι οι στίχοι, οι λέξεις του κρατάω τους εξής, τους ενώνω και τους κάνω δικό μου μυστήριο ταξίδι.
Του απο αλλού φερμένου.
Που φλέγεται μές τη φωτιά μερικών ονείρων
και ζει στο σήμερα, όσο σληρό και να ναι αυτό το σήμερα.
Όσα χιλιάδες γιατί είναι φορτωμένο,όση αγανάχτηση απώλεια, φούσκωμα, ένταση περιέχει,
είναι το δικό μας σήμερα
είναι ολάκερο
δικό μας.
Αυτό δεν μπορεί κανένας να το αλλάξει.
σ’ έχω πιάσει για ώρα προσεκτικά να κοιτάζεις τα `χουμε πει τόσες φορές με τα μάτια
Ρε, δε με νοιάζει από που `ρθες σου λέω κι εμείς εδώ είμαστε περαστικοί στον ουρανό ν’ ανέβω και να τα λέω πάω στοίχημα πως θα `σαι και εκεί
Ρε, δε με νοιάζει ποιος σ’ έστειλε, τι θες ούτε αν είσαι από άλλο πλανήτη,
Εγώ όμως ξέρω την επόμενη φορά όταν θα ψάξω, από πάνω απ’ τη σκηνή σε μια γωνιά στη τελευταία της σειρά πάω στοίχημα ξανά πως θα’ σαι εκεί
Πάντα να στέκομαι μπροστά απ’ τη σκιά μου κι απ’ τη φωτιά να ξεπηδάνε τα όνειρα τα μικρά μου
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες
ένα εκατομμύριο αστέρια φωτίζουν ό,τι μ' έχει πληγώσει
όταν τ' αεροπλάνα πετάνε η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε
ποτέ δεν είχα τίποτα κι απόψε θέλω να σε φιλήσω να μείνεις στα μάτια μου σαν άδειο τοπίο να κάνουμε έρωτα στο αστεροσκοπείο κουλουριασμένοι σα μπάλα να εκτοξευθούμε μέχρι που ειρηνικά στο διάστημα να κοιμηθούμε