Mεγάλωσα με πολλές γυναίκες γύρω μου.
Στα γύρω σπίτια, στις γύρω γειτονιές ,στους γύρω κύκλους,
που έφτιαχναν τα παιδιά μικρά,για να περιλάβουν ανθρώπους.
Μην τυχόν και τους φύγουν.
Γυναίκες ,ψηλές,κοντές,γεμάτες,αδύνατες.
Γυναίκες με μαύρα.
Ποτέ δεν τους έσκιασε το μαύρο.
Ρούχα είναι έλεγαν ,απαξιωτικά,και έκρυβαν καλά τους καημούς τους.
Θειάδες τις λέγαμε όλες.
Ούτε γιαγιάδες ούτε κυρίες.
Στο χωριό δεν υπήρχε πληθυντικός σεβασμού.
Μόνο σεβασμός του πλήθους.
Του ανθρώπου,της γυναίκας.
Των γυναικών με μαύρα.
Πλέον στο μυαλό μου απέκτησαν μια ατόφια ενιαία μορφή.
Τότε η καθεμιά είχε τη δική της.
Μορφή,ρυτίδες,μάτια,έκφραση,κούραση,πόνος,γέλιο.
Και μια σκιά μπροστά στα μάτια τους.
Τη σκιά της ζωής και της έννοιας.
Οι θειάδες στο χωριό δεν μεγάλωσαν ποτέ.
Ούτε γέρασαν.
Μέχρι την τελευταια τους στιγμή ακολουθούσαν τη γη.
Τα χωράφια,τα σπίτια,τα ζώα ,τα παιδιά,τους άντρες.
Πλέον στο μυαλό μου, τις βλέπω μπροστά απ όλα αυτά.
Να ηγούνται .
Να σηκώνονται αυγή για να μαγειρέψουν.
Να τραβάνε τ άλογα για τα χωράφια.
Να ακολουθούνται από κοπάδια.
Να μαζεύουν ελιές .
Να πλένουν.
Να ορμηνεύουν τα παιδιά.
Να προτείνουν στους άντρες.
Ν ακολουθούν οι έννοιες, σαν το παιδί το κρεμασμένο πίσω απ τη φούστα της μάνας.
Κάθε νυχτιά ,έδιωχναν τις έννοιες να γλυστρίσουν απ τα μαλλιά τους ,καθώς έβγαζαν τις φουρκέτες απ τον σφιχτά δεμένο κότσο τους.
Οι θειάδες στο χωριό δεν απόκτησαν ποτέ δικό τους πορτοφόλι.
Ούτε δική τους δουλειά.
Δεν έμαθαν ποτέ το εγώ.
Μόνο εμείς ήξεραν,δείχνοντας τον δρόμο σιωπηλά στους άντρες.
Οι θειάδες στο χωριό δεν έμαθαν ποτέ να νανουρίζουν.
Ούτε να λένε παραμύθια .
Ίσως δεν έμαθαν.
Ίσως δεν προλάβαιναν.
Την αγάπη, τους τη δίδαξε η γης.
Έδιναν όπως η γη .
Άκουγαν όπως η γη.
Δίδασκαν όπως η γη.
Δίψαγαν όπως η γη.
Και δεν ζήτησαν ποτέ πίσω τίποτα.
Kαι όταν μαζεύοταν τα βραδάκια του καλοκαιριού στους μαχαλάδες τις ώρες που έλειπαν οι άντρες στους καφενέδες, γελούσαν με την ψυχή τους.
Χαλάρωνε τ αχείλι τους.
Έτρεχε το γέλιο στις ψυχές τους και στ ανοιχτά στόματα των παιδιών που τις χάζευαν να μιλάνε.
Φανέρωναν μόνο λίγο απ τα πρόσωπα τους, κάτω απ τα καλά σφιγμένα τσεμπέρια τους.
Άφηναν το μέτωπο να λάμπει καθάριο στον ήλιο,να φανερώσει τις ρυτίδες του μόχθου,και του αγώνα.
Της δικαιοσύνης και της μνήμης.
Παιδιά ξενητεμένα,άντρες χαμένοι σε πολέμους,αντίσταση,αγώνες,παιδιά που έπρεπε να φάνε,αεροπλάνα που δεν γνώρισαν ποτέ,καράβια που δεν σάλπαραν μαζί τους,κόσμοι που κάποτε είδαν σε καρτ-ποστάλ.
Και πάλι κατέβαζαν τα μάτια στη γη μονολογώντας.
Οι θειάδες στο χωριό είχαν πάντα μια ανοιχτή πόρτα για τα παιδιά.
Για όλα τα παιδιά.
Και μια καραμέλα για να τα γλυκάνουν.
Λες και καλόπιαναν τα επόμενα χρόνια με γλυκά.
Όχι ,δεν είναι που τους ένοιαξε ο θάνατος.
Δεν πρόλαβαν να τον σκεφτούν,ούτε να τον φιλοσοφήσουν.
Μόνο η ζωή τους ένοιαζε..
Των παιδιών τους η ζωή-καλά τυλιγμένο καρβέλι στις λευκές κεντημένες πετσέτες τους...
Ξανά το συγκεκριμένο ποστ, γιατί είναι αγαπημένο πολύ, γιατί με φέρνει πίσω ακριβώς όπως αξίζει, ακριβώς επειδή θέλω να κλέψω λίγο απ τη δύναμη τους..
Καλησπέρα!!!
3 σχόλια:
πόση ομορφια... με συγκινησες πολύ...
αχ ρε Δήμητρα...
Δημοσίευση σχολίου