Τα βράδυα που μαζεύονταν τα παιδιά γύρω απ το τζάκι, ζήταγαν πάντα παραμύθι,ζήταγαν ένα παραμύθι.
Και η γιαγιά τα έβαζε γύρω της και άρχιζε να λέει κάθε φορά με βουρκωμένα μάτια.
Κάθε φορά άλλες λέξεις , άλλο συναίσθημα, κάθε φορά και όσο μεγάλωναν τα παιδιά το παραμύθι εμπλουτιζόταν με εικόνες αλλιώτικες.
Μα ποτές η γιαγιά δεν κατάφερε να φτάσει το παραμύθι της στο τέλος....
"Χρόνια πριν, πολλά, σε μια μακρυνή χώρα, στο Μακρύγιαλό, ζούσαν μια χούφτα ανθρώποι.
Άνθρωποι γεροί, ατόφιοι, αληθινοί.
Χορτάτοι από μόχθο, ιδρώτα κόπο φαί και αγάπη.
Άντρες γυναίκες παιδιά και κείνη.
Κάθε πρωί η μέρα ξεκινούσε με τη χαραγή του ήλιου και ο ύπνος χάιδευε τα βλέφαρα όλων με τη δύση του.
Πέτρινα τα σπίτια, ψηλά, χωρίς μπαλκόνι, με τρία παράθυρα στον πάνω όροφο ,δυό στον κάτω και μια πόρτα στη μέση.
Και γύρω γύρω κήπος.
Μάντρες ψηλές, αυλόπορτες τυφλές ξύλινες.
Βαμμένες με λαδομπογιά.
Να μένει η ματιά του περαστικού στη μπογιά.
Δυό μέτρα απ την πόρτα, ο δρόμος και από κάτω η θάλασσα.
Σαν τα κάστρα των παραμυθιών που λαχταρούσε ν ακούει τα βράδυα.
Τις νύχτες του καλοκαιριού, αποκαμωμένη απ την κούραση έβγαινε στην αυλή. Καθόταν καταγής και άπλωνε τα πόδια στο ζεστό τσιμέντο.
Γυρνούσε ψηλά το κεφάλι και μίλαγε με τ άστρα. Έκανε παρέα στον ουρανό. Διάβαζε τα σημάδια της επόμενης μέρας. Για τον καιρό, για τα μελλούμενα. Για τον καιρό κάτι είχε μάθει απ τις παλιές γυναίκες του χωριού. Για τα μελλούμενα ανακάτευε σκέψεις ονείρατα ,θέλω και πορευόταν.
Ήθελε να πιστέψει σ όσα τ άστρα είχαν γραμμένα, μα ήταν και όλα τούτα που ζούσε καθημερνά, και την προσγείωναν πιο κάτω απ τη γη.
Απ την μια άκρη του, στην άλλη-ο ουρανός, κατάμεστος με φώτα και ψυχές αλαργινές.
Και ελπίδα.
Αφουγκραζόταν και μύριζε.
Τα μικρά μέσα παραδομένα, στις μοίρες του ύπνου και των ονείρων.Συχνά πήγαινε πάνω τους ν ακούσει αν κοιμούνται. Ο φόβος της. Έτρεμε. Φοβόταν. Για τούτες τις δυό ζωές που της είχαν αφεθεί στα χέρια όταν πήρε την απόφαση να τον αφήσει να φυγει.
Η λύτρωση και των δυό. Και τη λευτεριά την αγαπούσε από μικρή.
Και έμεινε εκεί να παλεύει με την ανατροφή τους, την αγάπη τους, τις ερωτήσεις τους, τον καθημερινό μόχθο και τις αδιάκριτες ματιές των άλλων.
Και από εκείνη τη μέρα της λευτεριάς η νύχτα έγινε συντροφιά της και ο ύπνος ξένος.
Και μόνο εκεί κατά το χάραμα δυό ώρες πριν ξυπνήσουν παραδινε το σώμα της στον ύπνο του αυγερινού.
Μέσα απ τα βαθουλώματα των ματιών της, απ τον ύπνο που έλειπε, έλαμπαν δυό μάτια .
Δυό μάτια σχεδόν παιδικά, αχόρταγα να δουν, να μελετήσουν να ζυγιάσουν.
Να χαθούν στο απέραντο της θάλασσας κάθε που φούσκωνε από τον Άνεμο, να μελετήσουν τα σύννεφα και τον καιρό που φέρνουν, να μετρήσουν τ άστρα τις νυχτιές και να χαθούν στην ομορφάδα που απλώνοταν γύρω της.
Τούτος ο κόσμος της και τον μάθαινε καλά.
Τον αγαπούσε.
Έτσι όπως μια γυναίκα ξέρει να αγαπά. Να φλερτράει η ψυχή της.
Να λαχταράει να δει. Να αδημονεί να νιώσει.
Σάμπως και είχε νιώσει ποτέ της;;Με κούκλες έπαιζε σαν της είπαν πως θα παντρευτεί.
Ποιόν θα παντρευτεί.
Ποιός θα την έκλεινε σε τούτο το μαντρότοιχο. Και μετά θα την ξεχνούσε.
Την θυμήθηκε δυό φορές που την έκανε μάνα.
Μετά πιοτί, χαρτιά, καφενές ξενύχτια.
Και σαν γυρνούσε μια γυρισμένη πλάτη τοίχος.
Και τα όνειρα της αφημένα έξω.
Θαμμένα και σκεπασμένα καλά.
Να μην μπορεί κανείς να μαντέψει τί βρίσκεται από κάτω.
Θάφτηκε κει κείνη στο μαντρότοιχο της να μην βλέπει κανέναν. Μόνο τη θάλασσα καρσί.
Αδιάκριτες ματιές περαστικών.Να ξεγυμνώνουν. Αδιάκριτα γυναικεία βλέμματα, πεινασμένες ανδρικές ματιές. Όλα τα χε σιχαθεί.Και δεν μίλαγε σε κανέναν.Ούτε κείνοι της μιλούσαν. Γυναίκα και να διώξει τον άντρα της;
Γιατί τί της έκανε;
Μήπως την μαύριζε στο ξύλο ή μην δεν έφερνε λεφτα στο σπίτι;
Την απομόνωσαν όλοι από εκείνο το βράδυ του χαμού.
Ακόμα και η ίδια της η μάνα.Τί τις ήθελε βραδυάτικα τούτες τις θύμησες;;
Σιχτήρισε από μέσα της και συνέχισε να φτιάχνει μανέστρα με τα δυό της δάχτυλα.
Να στρίβει με μανια το ζυμάρι.
Έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαθειά.
Τούτη τη βραδιά η νύχτα μοσχοβόλαγε λεμονιά και γιασεμί.
Και στον ουρανό τ αστέρια αδύναμα να ρίξουν λάμψη.Τρεμόπαιζαν σαν τα μάτια της πάνω τους.Η σελήνη θαρρείς και κάτι της ψιθύριζε από μακρυά ,κάτι της έγνεφε και της σκόρπισε μια περίσσεια ανυσηχία.
Προαίσθημα.
Μπούρδες.
Ότι είχε να της δείξει η μοίρα δεν ήταν κάτι που γράφτηκε στ αστέρια..Έβαλε την ψυχή με το ζόρι για ύπνο.
Το κορμί της δεν μπορούσε να βρει ησυχία .Απ τα σκαλιά στο πάτωμα και απ το πάτωμα να κόβει βόλτες στην αυλή.
Η θάλασσα.
Παφλασμός. Ανύσηχος. Λες και αντέγραφε το κορμί της. Νοτιάς ο καιρός, ήμερος, απαλός. Χάδι στο κορμί και στο κύμα.
Να χε ένα χέρι χάδι πάνω της. Να την γεμίσει αγάπη και αγκαλιά.
Να μοιράσει όνειρα και λέξεις με τη σιωπή της.
Να χε ένα στόμα να της πει εδώ είμαι μην φοβάσαι.
Κρυφοί πόθοι μαχαιριές.
Πώς κατάφεραν και ξεθάφτηκαν πάλι.
Έριξε μια ματιά στα μικρά και ξεμαντάλωσε την πόρτα. Την καλούσε η θάλασσα. Το χε ανάγκη.
Κανένας τριγύρω. Πέταξε τη φούστα της και έπεσε κατευθείαν δίχως δισταγμό και σκέψη σε μια βουτιά ατέλειωτη βαθειά, ολοκληρωτική.
Βουτιά της άφεσης και της ανάγκης.
Η αγκαλιά της θάλασσας. Η λύτρωση από κάθε σκέψη, λαχτάρα και όνειρο.Αγκαλιά ταξίδι.Κολύπμησε με δύναμη, σχεδόν μανιασμένα να εκτονώσει το κορμί της να το κουράσει, να το καταπονήσει.Έφτασε μέχρι εκεί που δεν μπορούσε να νιώσει τα πόδια της απ το ΄κρύο και γύρισε πίσω.
Στη μέση σταμάτησε και ξάπλωσε απαλά πάνω στη θάλασσα βυθίζοντας τ αυτιά της στο βυθό της. Ν ακούσει από μακρυά γοργόνες και πειρατές να της τραγουδάνε.
Κρύωσε. Το στόμα της έτρεμε απ το κρύο και αυτή όσο και να σφιγγόταν βγαίνοντας δεν μπόρεσε στιγμή να το σταματήσει.
Τυλίχτηκε στην πετσέτα ,πήρε τη φούστα και τρύπωσε μέσα στην πόρτα.
Και καθώς έστριβε για να μπει , τινάχτηκαν τα πολύ μακρυά μαλλιά της κάτω στέλνοντας σταγόνες στον τοίχο του σπιτιού και κίνηση στη νύχτα.
.
Τούτη η κίνηση ήταν που πρόφτασε να δει απ τη γωνιά καλά κρυμμένος και κείνος.
Μήνες τώρα κάθε νυχτιά θα πέρναγε να κάνει ένα τσιγάρο βαρύ στριφτό, στη γωνίτσα στο προηγούμενο στενό.
Μην τύχει και τον πάρει κανά μάτι .στη γειτονιά της ζωντοχήρας.
Και κάθε βράδυ πίσω απ τη μυρωδιά του καπνού έψαχνε κάτι δικό της να χει να ονειρεύεται πριν κοιμηθεί.
Μια απλωμένη μπουγάδα να μοσχοβολάει σαπούνι, ένα φαγητό να σιγοψήνεται στο πετρογκάζ, μια μακρυνή μυρωδά δική της, έναν αναστεναγμό, έναν ήχο από μια κίνηση της. Κάτι, ότι να ναι.
Την ήθελε τούτη τη γυναίκα.Την ήθελε από κείνη τη στιγμή που έμαθε πως τον έδιωξε.
Ή σαμπως να την ήθελε πιο μπροστα; Δεν θυμάται από πότε την ήθελε. Την ήθελε όμως.
Την έβλεπε πάντα από μακρυά , τις κινήσεις της, τα χαμηλωμένα μάτια, τον κόσμο που απόδιωχνε, τα σουρτα φέρτα που δεν είχε, τα παιδιά της που μεγάλωνε, μόνη της,τα τραγούδια που τους έλεγε απαλά και χαμηλόφωνα τα βράδυα, σαν τα πλενε , το γέλιο που έλαμπε πίσω απ τα μάτια της, την σοβαρή της όχη , σχεδόν παγερή να κρύβει τη φωτιά του κορμιού της.
Και τις Κυριακές στην εκκλησιά στο σκαλί απέναντι στο προαύλιο την περίμενε ναβγει να τη δεί, να αφήσει τα μάτια του να ταξιδέψουν στο κορμί της και να φύγει.
Ώρες ώρες του ρχόταν να την αρπάξει με το ζόρι, να τη βάλει στο καίκι του και να φύγουν.
Μα τούτα τα μικρά της του κοβαν τη φόρα.Μισή γυναίκα δενήθελε. Την ήθελε όλη στο πλευρό του Ολόκληρη.
Απ το πρωί μέχρι το βράδυ..."
(...συνεχίζεται)