Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Βουτηχτής

(συνέχεια 2)
 


Εκείνος.
Όμορφος άντρας, ψηλός, μελαχρινός.
Γεμάτος μάτια καφέ, γιομάτα πάθη ,γεμάτα χείλη, διψασμένα, γεμάτη καρδιά, και ένα ζευγάρι μεγάλα χέρια.
Παλάμες τεράστιες με ρόζους, δουλεμένα, φτιαγμένα για να αρπάζουν σφουγγάρια και να χωράνε θαρρείς ολάκερη τη θάλασσα, όποτε  ένωνοταν οι χούφτες του.
Βαρύ περπάτημα , στιβαρό και σταθερό. Περήφανο.
Σάμπως και να ανατρίχιαζε η γης ,κάθε φορά που της έριχνε ένα βημα ,το ξερε πως δεν ανήκε εκεί.
Στη θάλασσα ανηκε. 
Μαλλιά μπούκλες κάθε που έβγαινε στη στεριά.
Τη μια χορτασμενος, να ξεχειλίζει συναισθήματα, εμπειρίες, σκέψεις,
την άλλη αχόρταγος, σχεδόν παιδί ,να ζυγιάζει τα πάντα, να παρατηρεί τα πάντα , να ρωτάει να ψάχνει να μαθαίνει όσο πιο πολλά μπορούσε..
Και σαν γελούσε, θαρρείς και άλλαζε η όψη του.
Φώτιζε γύρω του. Το γέλιο του.
Ξεκίναγε απ τις ρίζες των χειλιών και έφτανε στις άκρες του μετώπου.
Κάνοντας τα μάτια του άστρα λαμπρά.
Απ τους καλύτερους βουτηχτάδες του νησιού. Βουτηχτής από μικρός. Απ τα εφτά του μέχρι τα 38 του πια.
Ακούραστος στη δουλειά απ την αυγή μέχρι το σούρουπο.
Την αγαπούσε τη δουλειά του, λάτρευε τη θάλασσα.
Η μεγάλη του αγάπη.
Η αγκαλιά της, πλήρης παράδοση του κορμιού του στα νερά της.
Οι βουτιές, το μούδιασμα η άφεση, η λύτρωση.
Σε κάθε βουτιά της έβγαινε και πιο ελαφρύς.
Θαρρείς και φύτευε φόβους και θηρία σε κάθε του βουτιά.
Σε συγκεκριμένα μέρη κάθε φορά, για να ξέρει από πού να φυλάγεται. Έφτιαχνε παραμύθια και έθαβε οχτρούς.
Πολέμαγε με δράκους, γινόταν Σαρακηνός, κούρσευε χωριά και καρδιές, λαχταρούσε νεράιδες, βομβάρδιζε με φρεγάτες, κάστρα απόρθητα. Νικούσε τον θάνατο,.
Κοιμόταν λίγο κάθε μέρα.
Μην και χάσει κάτι απ τη ζωή. Θα κοιμηθώ μια και καλή έλεγε.
Και ο νους του ταξίδευε στον πατέρα του. Πρόλαβε πριν φύγει να του περάσει τη λατρεία για τη θάλασσα και το πάθος για τη ζωή.
Ρουφούσε κάθε τι μπορούσε να γευτεί και να χαρεί μέχρι τον πάτο.Τα μικρά, τα καθημερινά, τα απλά.
Εκεί ήταν η ζωή.
Τη θάλασσα, τον ουρανό τις νυχτιές, τον άγριο παφλασμό των κυμάτων στα βράχια το χειμώνα, το απαλό αεράκι τα πρωινά της άνοιξης στο πρόσωπο του , τη μυρωδιά θυμαριού στα χωράφια, ένα κομμάτι λυγαριάς κάθε που πέρναγε απ το πλάι της, ένα ποτήρι ρακή τα μεσημέρια, έναν βαρύ ελληνικό μ ένα κουλούρι κανέλλας τα πρωινά, μια χούφτα ελιές και ένα κομμάτι τυρί για κολατσιό, ένα βαρύ λεβέντικο ζειμπέκικο, ένας αμανές να τραγουδάει τον καημό,  ενα παλιό πέτρινο σπίτι δίπλα στη θάλασσα, ένα καίκι αρόδο ακριβώς απέναντι,μια όμορφη γυναίκα στο πλάι του.
Και τούτη τη γυναίκα που μόλις χάθηκε στην αυλόπορτα, την ήθελε στο πλάι του. Του άρεσε απ την πρώτη στιγμή που πέρασε από μπροστά του στο πανηγύρι της Αγιάς Σοφίας τον περασμένο Σεπέμβρη. Η μυρωδιά της του αντάριασε το κορμί.
Και από τότε γύρισε, θαρρείς η ματιά του πάνω της, και την παρατηρούσε. Την αγκάλιαζε.
Το χε μανία από παιδί να βλέπει, να ελέγχει, να αφομοιώνει εκείνες τις λεπτομέρειες, τις κινήσεις, τις ματιές, τους δισταγμούς που απ τους περισσότερους γλιστράνε απαρατήρητες.
Και  είχε πολλά απ τα μικρά, για να παρατηρήσει. Να κάνει βουτιές μέσα της να ξεθάψει.
Γιατί ήταν άνθρωπος, που έμαθε να ζει και να δουλεύει με μια σκανταλόπετρα αγκαλιά στο βυθό της θάλασσας.
Άνθρωπος που έμαθε να ξεθάβει.
Και στο βυθό μαθαίνεις να βλέπεις, να παρατηρείς, να ακούς και να ελέγχεις.
Τα σφουγγάρια,το βυθό, τη θάλασσα, τα ψάρια, τα χρώματα, τις ανάσες, τη πίεση, το σκοτάδι, τα χρώματα, τη ταχύτητα της πέτρας προς τα κάτω, το φως ψηλά, το σχοινί δεσμό, την επιφάνεια, τον ήλιομ τον αγέρα, τη δουλειά χωρίς σταματημό, δυό αδερφές είχε προικίσει με τις βουτιές του .
 Μα απόψε όλα τα χε βαρεθεί. Μόνο στη γειτονιά της έβρισκε απάγκιο τις νυχτιές.
Για κείνο το τσιγάρο και κείνους τους ηχους που της έκλεβε κάθε βραδυά. Και ενώ ξεκίνησε στα κλεφτά στην αρχή, είχε γίνει πια ανάγκη, κάθε βραδυά πριν το σπίτι να κινήσει για εκεί, θαρρείς μαγνητισμένα τα πόδια του τον πήγαιναν μόνα τους, μόνο για να σταθεί ,να αφήσει κανά δυό σκέψεις και έναν αναστεναγμό, να πατήσει δυνατά το αποτσίγαρο και να κινήσει σκυφτός και βαρύς για το σπίτι.
(συνεχ...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πού πήγε;;