Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Ανάδυση

 
 
Εξουθενωμένη.
Δεκαπέντε χρόνια μετά.
Βαριά μέρα.
Βαριοί ώμοι.
Βαρύς θυμός και φόβος.
Στο ίδιο σχοινί οι δυό του άκρες.
Ούτε καίγεται ούτε κόβεται.
Όλοι οι φόβοι.
Ξετρύπωμένοι απ τα πιο μεγάλα βάθη,
φύκια φίδια, φωλιές, φωτιές.
Σαν κείνες τις λέξεις σου που με καθήλωσαν προχτές.
Η βουτιά, στο όνειρο, βαθειά, πολύ.
Η άφεση και ο χρόνος να τελεύει.
Ανάδυση και ο χρόνος να τελειώνει.
Οι ανάσες να τελειώνουν.
Το οξυγόνο να στερεύει.
Μα πρόσωπο κανένα στο ένα βήμα πριν, για μένα.
Ατέλειωτο το όνειρο.
Καθημερινότητα.
Ακόμα...
Θέλω απόψε να κλείσω τα μάτια και να εκδικηθώ.
Να παλέψω
Να νικήσω και να βγω.
Και ας μην υπάρχει μορφή στο τέλος του βυθού.
Μόνο να προλάβαινα να βγώ.
Και να είναι εκεί το τέλος.
Χωρίς λέξεις χωρίς σφίξιμο χωρίς ανάσες αλλιώς.
Ανάσα
Λεφτεριά
Δύναμη.
Και να είμαι απλά εγώ.
Σκέτη, να μπορώ.
Τούτη η ατονία μου χει θερίσει τη ψυχή.
Ψυχοσωματικές μπαρουφες.
Τέλμα
Λέξεις
Πληγές
Αδύνατο
Αποδυναμωμένο
Αμίλητο
Μαλωμένο
Αναποφάσιστο
Τιμωρημένο
Σκυμμένο
Στη γωνιά
Με κόμπους στις λέξεις
Έρμαιο
Παράπονα
Διαφυγές
Άλλοι στίχοι
Άλλες λέξεις
Θέατρο
Παραμύθια
Μια φορά σε θυμάμαι να παίζεις και συ , ν ανεβαίνεις σκαλί το σκαλί σ ένα λεωφορείο που θα μετρούσε όλες τις στροφές του δρόμου, τη ζάλη τις ανάσες, και το τοπίο να μακραίνει ανάποδα.
Γέλασες, χαμήλωσες τα μάτια και έφυγες με κείνο το βαρύ αργό βήμα, περήφανο και μετανιωμένο.
Χωρίς όρια
Χωρίς σταθμούς
Το κίτρινο όταν μπλέκει με το κόκκινο βγάζει πορτοκαλί.
Της θράκας.
Να αφήσει τα πάντα κάρβουνα .
Εκείνη τη μέρα έκανα απ το πρωί θελήματα,με όλη την αφηρημάδα που κρύβει κάθε παιδικό βλέμμα.
Αφημένη στις διηγήσεις των μεγάλων η ώρα είχε χαθεί.
Οι λέξεις φοβήθηκαν να βγουν, το βήμα δεν έγινε ποτέ.
Και έτρεξα μακρυά να φύγω, να ξεφύγω.
Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, ξέφυγα.
Πέρασα την κατηφόρα με μια αντοχή και ταχύτητα απ αλλού φερμένη.
Κανείς δεν μ άγγιξε.
Πέταξα.
Κενό και Κόμπος.
Και μετά μπορεί.
Να σηκώσει τα μάτια
Να θερίσει τους δαίμονες
Να σκάψει γερά θεμέλια
Να λεφτερωθεί
Να λυτρωθεί
Να μπορέσει
Να αφήσει πίσω
Να τελειώσει.
Και εκεί στο τέλος να ζει η αγάπη, να χουν αντέξει οι δεσμοί, να χουν σπάσει τα δεσμά, να χουν μείνει καθάρια χαμόγελα και λυτρωμένα γέλια, παραπετάσματα ανοιχτά, στρείδια μαγειρεμένα, άμμος χρυσή διάφανη να γλιστράει απ τα δάχτυλα.
Άπόψε τελειώσαν οι μέρες μου.
Και οι νύχτες.
Τ ορκίζομαι.
Απόψε.
Καλό βράδυ.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πού πήγε;;