Μεγάλωσε η μέρα.Απρίλης,ο πιο όμορφος μήνας του χρόνου. Ο πιο μεγάλος ψεύτης του χρόνου.
"Απρίλη ψεύτη χάνομαι στα ψεύτικα όνειρα σου" Όνειρα ψεύτικα και χάνομαι.Χαμένα ψεύτικα όνειρα.Ξεπουλημένα,λίγο από ξεχασμένα. Ελάχιστα έντονα,μηδαμινά δυνατά.Δεν είναι θέμα ουσίας,ούτε σημασίας.Όλα είναι θέμα επιλογών . Και είχε ένα ήλιο έξω απίστευτο. Μια απ αυτές τις μέρες,θα έφτανα μέχρι τη θάλασσα,θα καθόμουν στη νοτισμένη άμμο ,θα ξεγύμνωνα τα πόδια μου και θα έμπαινα μέχρι τα γόνατα.Έτσι που να έβρεχα το κάτω μέρος του παντελονιού.Σαν τους ψαράδες που γλυκομερεύουν την θάλασσα,τ αγρίμι.Ή έτσι νομίζουν. Και μετά θα πάρω το δρόμο της επιστροφής. Ύστερα θα ναι όλα τακτοποιημένα.Αυλή,έπιπλα,κρεβάτι παιχνίδια και βιβλία.Και θα λάμπουν στα μάτια του. Μια από εκείνες τις Παρασκευές, θυμήθηκα να ψάξω τους Χαιρετισμούς, στο "Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απρίλη" Δυο σκιές κολλημένες στον τοίχο και μια γριά που έβγαινε πάντα να ταίσει τις γάτες.Την ώρα που ακουγόταν στο χωριό απ τα ηχεία της εκκλησιάς ο Ακάθιστος ύμνος. Στην τσέπη μια παλιά Ιερά Σύνοψις, στα χείλη η δροσιά .
Θαρρούσες και άκουγες σ όλο το χωριό να απαγγέλουν Ελύτη:
Παρασκευή,3
Λοξά επιμήκη μάτια,χείλη ,αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό μεγάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου ποτού. Έγειρα με το πλάι-σχεδόν μπατάρησα-μες στους ψαλμούς των Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.
Έτοιμος για τα χείριστα.
Πέρασε η ώρα,σχόλασε η εκκλησιά.Πρέπει να φύγω,(βιαστικά σκυφτά και θλιμμένα.....) -.... -Ορκίζομαι....
Σήμερα το πρωί μέσα στ αυτοκίνητο ήρθαν στα μάτια μου στιγμιαία εικόνα του μυαλού.
Συνειρμοί ανεξήγητοι- ανάγκη- ζωή.
Μνήμη... Πάλεψα μετά να βρώ τις λέξεις και τα γράμματα. Όμορφα δεν είναι.Όχι έτσι όπως εννοείται η ομορφιά απ τους πολλούς. Είναι χοντρά,σκασμένα και άγρια.
Ούτε λευκά σαν κρίνα είναι.
Μάλλον σκουρόχρωμα,προφανώς ταλαιπωρημένα. Με τα χρόνια θαρρείς και μαζεύουν.Θαρρείς και πρήζονται. Και είναι τούτο το βάρος των δεκαετιών που τα χει παραμορφώσει. Τον βλέπω συχνά να αγγίζει το ένα με τ άλλο και να τρίβει τις αρθρώσεις του,αφήνοντας γκριμάτσες πόνου. Είναι τα χέρια που μας ανάθρεψαν.
Με ατόφια την έννοια του όρου. Απ τη πρώτη στιγμή της γέννησης μου, σε κείνη την πρώτη φωτογραφία,μέχρι την πιο πρόσφατη, που χώρεσαν και τα τρία εγγόνια του μέσα. Είναι τα χέρια της δουλειάς.Της κάθε δουλειάς.
Αυτά τ ανελέητα βασανισμένα ,τα σκληραγωγημένα. Και ξέρω, έχουν αναλάβει εκείνες τις σκληρές δουλειές του μόχθου. Εκείνες που δεν υπολογίζουν βάρος,πόνο,κρύο,κούραση,κόψιμο,μάτωμα. Δεν ξέρω πόσες φορές τα χει χαρακώσει. Και κεί ανάμεσα στους ρόζους,στην αγριάδα,στις ρυτίδες στο μόχθο πόσα ζώα ,δέντρα,μαχαίρια ή λαχτάρες έχουν γλυστρίσει.
Κάθε αυγή και κάθε νύχτα. Από τότε,τα χρόνια της δύναμης,που σήκωνε βράχους ή αυτοκίνητα,μέχρι τώρα που κάθε χάραμα μετά το πέρας της πρώτης του δουλειάς ανακατεύει μια κούπα με τσάι. Ακούραστα,αγόγγυστα και σταθερά. Και πάλι τώρα μια μέρα μετά, δεν ξέρω αν ταίριαξα τις λέξεις για να ζωγραφίσω τα χέρια του, τις συλλαβές να τα παινέψω και τις προτάσεις να τα ευχαριστήσω. Ξέρω όμως ένα.
Τα χέρια του πατέρα είχαν πάντα την απόχρωση του μετώπου του. Ήταν καθαρά...
Και τούτο το τραγούδι ταίριασμα,η αγαπημένη του(μου) Χαρούλα...
Η Τσερκέζα ή αλλιώς Ζουλφιέ Χανούμ ή Ελένη Ιορδάνογλου ήταν Μικρασιάτισσα στην καταγωγή.Ήταν ιδιαίτερα δυναμική και πονηρή γυναίκα.Μετά την ανταλλαγή περιουσιών το 1923 απόκτησε μεγάλη περιουσία,εξαιτίας του χαρακτήρα, και των γνωριμιών που είχε.Λέγεται πως είχε δεσμό με τον Νικόλαο Πλαστήρα. Το τσιφλίκι της Τσερκέζας ήταν πάντα γεμάτο ακόμα και όταν επί Κατοχής το νησί πεινούσε.Το καλοκαίρι του '48, μια μέρα που εκείνη έλειπε απ το τσιφλίκι της, μπήκαν στο μύλο της μια ομάδα αντάρτες, και πήραν λιγοστά πράγματα απ αυτά που βρήκαν μπροστά τους. Μετά από μέρες έστειλε στον Κυριάκο Πασχαλιά, (Καπετάνιο) χαμπέρι, πως τον περιμένει φανερά, να πάει στο λημέρι της - όχι σαν κλέφτης. Μετά από τρεις μήνες περίπου, και σε περίοδο μεγάλης πείνας των Ανταρτών, ο Πασχαλιάς τη θυμήθηκε. Απ τη μια ήθελε να της δείξει πως δεν την φοβάται, παρόλη την κακιά της φήμη.Απ την άλλη έπρεπε να βρει τροφή για τα παληκάρια του.Πήρε λοιπόν έναν ακόμα μαζί του, και κατέβηκαν.Κατέβηκε κυρίως όμως, γιατί πίστευε πως η Τσερκέζα έχει γνωρίσει ξεριζωμό κυνηγητό και κατατρεγμό.Νόμιζε πως παρ ότι δεν συμφωνούσε με τις απόψεις των Ανταρτών, θα σεβόταν το ανυπόταχτο τους. Και αυτό έδειξε.Τους γέμισε τους ντορβάδες και τους έστειλε.Τους έκλεισε ραντεβού και για την άλλη βδομάδα,την Τρίτη. Ο Πασχαλιάς κράτησε προφυλάξεις.Την Τρίτη έστησαν καρτέρι στις εισόδους του τσιφλικιού της για ύποπτες κινήσεις.Δεν φάνηκε τίποτα περίεργο.Και την Τετάρτη ξαναφάνηκαν. Έτσι άρχισε αυτό το νταλαβέρι με την Τσερκέζα.Επιφυλακτικό νταλαβέρι αλλά αναγκαστικό. Πάντα κρατούσαν επιφυλάξεις.Και ξέκοβαν για αρκετά διαστήματα. Την Πρωτοχρονιά του '49 τους είχε καλέσει να τους κάνει το τραπέζι,να γυρίσουνε το χρόνο μαζί. Το ρίσκο της αποδοχής ήταν μεγάλο.Και υπήρχαν μεγάλες ενστάσεις.Όμως υπήρχε και η λαχτάρα των Ανταρτών να φανε σαν άνθρωποι πάνω σ ένα τραπέζι,να ζεστάνουν το κόκαλο τους και να περάσουνε δυο ώρες σαν άνθρωποι.Λαχτάρα που υπερνίκησε τις δεύτερες σκέψεις και τις ενστάσεις. Τα υπολόγισαν όλα.Πήραν ακόμα και την παραμικρή προφύλαξη.Λογάριασαν προδοσία,κρυμμένα αποσπάσματα,δηλητηρίαση.Λογάριασαν τα πάντα εκτός από ένα. Και πήγαν.Δεκατρείς αντάρτες.Να φάνε μια φορά μετά από τόσο καιρό, σαν άνθρωποι. Σε τραπέζι,με κάθε λογής φαί.Την άφηναν να τρώει πρώτα εκείνη και μετά έτρωγαν.Ποτό δεν ακούμπησαν.Και οι σκοποί φυλούσαν.Ούτε την άφησαν στιγμή μόνη της.Τα υπολόγιζαν όλα. Τελευταία στιγμή πριν φύγουν βγήκε να φέρει απ το μύλο κάτι γλυκά που τους είχε να πάρουν μαζί τους,. Με αναμμένο τσιγάρο.Για να ανάψει το φυτίλι κάτω απ την καρυδιά της αυλής της. Kαι πυροδότησε τα πυρομαχικά που είχαν ζώσει το σπίτι της,άντρες ειδικοί της ασφάλειας,μερικές μέρες πριν. 6 Αντάρτες έμειναν στον τόπο.Έγιναν κομμάτια απ τα πυρομαχικά.Οι υπόλοιποι κίνησαν για τον Μανταμάδο,που κρύφτηκαν στην μηχανή του Κομίλη.Όλοι με προβλήματα στα μάτια.
Την επόμενη μέρα τοπική εφημερίδα του νησιού έγραφε: "Εις άγριον μάχην κατά την διάρκειαν της 31ης λήξαντος έτους εις την αγροτικήν περιοχήν του χωριού Ίππειος .Εξ συμμορίταινεκροί,οι υπόλοιποι,τραυματίαι καταδιώκονται απηνώς. Εγκλωβισμένοι εις αγροικίαν προέβαλαν σθεναράν αντίστασην.Ολόκληρη τη νύκτα τα πολυβόλα έβαλλον. Ουδεμία απώλεια εκ των ημετέρων"....
Η ίδια η Τσερκέζα είχε ανέβει σε βαρέλι κάτω απ την καρυδιά και απολάμβανε το θέαμα της ανατίναξης του σπιτιού της και των ανταρτών...
Υ.γ.Περιληπτικά απ το βιβλίο του Μιχάλη Λιαρούτσου "Το 48 χωρίς φεγγάρι"
[Ψαριανός]: Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.
[Νταντωνάκη]: Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει, που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.
[μαζί]: Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ. Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
[Ψαριανός]: Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.
[Νταντωνάκη]: Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.
[μαζί]: Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ. Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
[Ψαριανός]: Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω, καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.
[Νταντωνάκη]: Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.
[μαζί]: Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι. Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
Είναι τ αγαπημένο μου τραγούδι του Μάνου.
Είναι το τραγούδι του έρωτα,της λαχτάρας,
της ανάγκης,του πόθου,της σελήνης του ήλιου των αστεριών,
όλων των χρωμάτων και όλων των εποχών.
Είναι απ τα τραγούδια της βαθιάς μνήμης που είχε σώσει δυο τρείς στίχους ,
μέχρι που σ ένα τυχαίο άκουσμα του το ξέθαψε απ το χτες και ξαναγεννήθηκε σήμερα.
Είναι ένα απ τα τραγούδια που μας μάθαινε ο κυριος Ηλίας τότε στο δημοτικό,στην ώρα των καλλιτεχνικών. Είναι ο Μάνος της μνήμης της χαράς,του έρωτα,της θλίψης,της νοσταλγίας..
Και μιας και σήμερα είναι μέρα μνήμης του Μάνου ήρθε πάλι να ταιριάξει
Χωρίς λέξεις αυτές οι μέρες. Ίσως φταίει ο ήλιος και η προσαρμογή του νου στην άνοιξη.
Έφυγε ο χειμώνας,λόγω τιμής. Εκκρεμούν κάτι σκέψεις και κάτι μυστικά ανταμώματα της Ανατολής με τη Δύση. Αλλά τούτη η σημερινή βόλτα, λίγο πριν το λιόγερμα στη θάλασσα έδωσε υποσχέσεις και ελπίδες.
Βήματα στην άμμο βαθιά,να χάνονται τα πέλματα και τα χνάρια. Και ένα παιδί να προσπαθεί ν ακουστεί πέρα στην Μακρόνησο. Χτυπώντας τις καμπάνες.
παρέα μ απογευματινή θαμπάδα και σκέψεις. Η σημερινή ήταν δικαίωμα.
Ποιός έχει δικαίωμα να στερεί πληγές;Και ποιός του το δωσε ;; Και ποιός δίνει σε μια πληγή τίτλους ιδιοκτησίας; Ξέχασε το. Χαθήκαν οι πόλεις.Πάει ο χώρος. Στροφή άτσαλη προς το καμπαναριό. Θολό βουνό,καλή ορατότητα. Πού βρέθηκε ξαφνικά τόσος κόσμος; Επανακτω δυνάμεις και κεκτημένα. Σήμερα στις τρεις γνώρισα μια πατριώτισσα σου. Τσαγανό μυαλό και λέγειν. Κάτι απ τα δικά σου μάτια. Μπας και είναι χάρισμα σας; Έλαμπε. Ο ήλιος. Γιατί δεν υπάρχει ουσιαστικό για το ατίθασος; Θαρρείς και του στέρησαν την ουσία. Μου λείπουν οι μέρες εκείνες. Πάλι καταλήγω ν αναρωτιέμαι για τις τύψεις και την απουσία. Ή για την απουσία των τύψεων. Η εφηβεία πάντα περπατούσε στο πέλαγος. Ένα χέρι σηκωμένο στα φρύδια στερεί τον ήλιο απ τα τσίνορα.Μισή εικόνα. Ένα πάρτυ μακρυνό της μνήμης,και ο πάγος που φύγαμε να φέρουμε. Δεν γυρίσαμε ποτέ εκεί. Γύρισαν οι άλλοι στα όρια του ρηχού νερού. Μέφτασες στον υδροκρίτη και έφυγες. Κι ύστερα ούτε μιλιά ούτε ιδρώτας. Τα κατάρτια στις μαρίνες θυμίζουν γέφυρες. -Κάποτε θα πάρω ιστιοφόρο έλεγες. Και θα ενώνω το Βορρά με το Νότο. Μην με ματώσεις σου χα πει. Ορκίστηκες. Δυο φορές έσταξαν αίμα τα μάτια μου. Δώδεκα χρόνια αθόρυβα κύματα. Αλλιώς Αλλαγή Αλαλάζω Αλυχτάω Αλητεύω Αλλαξοπιστώ Αλλοιώνομαι Αλληγορικά Άλλη είναι η άνοιξη. Ακόμα δεν μπήκε. Στο τελος της θα ναι πάλι η ίδια. Πολύ χαίρομαι τους ανθρώπους που τρέχουν φορώντας κόκκινο. Και επειδή τρέχουν και για το κόκκινο. Ποτέ σου δεν μ άφησες να σε βάψω κόκκινο. Πάντα μπλέ οι κουρτίνες. Μόνο το πάπλωμα σου μια φορά. Και μετά έτριβες.Να φύγει,να φύγει... Σήμερα έστειλα το κόκκινο πίσω. Αντί για την καθημερινή αστραπιαία σκέψη σου. Θα σε βρει ,θα σε λυγίσει. Νύσταξες αγάπη μου;;
Συνήθως βρίσκομαι στην μια άκρη του σχοινιού. Στην άλλη εσύ.Τεντωμένο το σχοινί. Κόμποι οι ανθρώποι. Συνήθως κάθομαι και σκέφτομαι,
πως μπορεί να περπατάς στο τεντωμένο σχοινί. Στο δικό σου τεντωμένο σχοινί-κατά το ήμισυ. Με το να χέρι κρατάς τη μια ακρη του σχοινιού,
μονίμως τεντωμένη(το χέρι στραμμένο προς τα πίσω) Με τ άλλο χέρι εξασφαζεις ισορροπία του κορμού. Το σχοινί φθαρμένο στη μέση απ το τέντωμα. Αηδίες.
Κανένας δεν μπόρεσε να περπατήσει στο δικό του σχοινί. Ακροβασίες σε ξένα σχοινιά ,ξένες σκέψεις λέξεις χρώματα.
Συνήθως κάθομαι και ρίχνω κουβάδες γεμάτους χρώμα σε λευκούς καμβάδες. Και πιτσιλίζω τους τοίχους. Έτσι αποκτούν οι τοίχοι ύπαρξη και η ζωή χρώμα.
Συνήθως κάθομαι μετρώντας τα βήματα,
που ακούω για να περνάει ο χρόνος έτσι μηχανικά,
1 2 3 4 5 μέχρι το εκατό πολλές φορές.
Την ίδια ώρα, άλλα τόσα ποδοχτυπήματα φαντάρων,
χτυπάνε τα πόδια τους στο πάτωμα,
την ίδια ώρα που κάποιοι χτυπάνε καταλάθος τα πόδια τους,
στα πόδια του κρεβατιού ή του τραπεζιού. . Συνήθως λατρεύω τα τραγούδια. Τα παλιά ρεμπέτικα. Που μιλούν για τον καημό και τον πόνο. Το χέρι πονάει απ το τεντωμένο σχοινί. Δεν αφήνει το αίμα να στάξει στ ακροδάχτυλα. Κανένας δεν αγάπησε ποτέ μωβ πεθαμένα χέρια. Μ απόψε θα θελα να ακούσω ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι. Να κλείνω τα μάτια και να λέω για μένα γράφτηκε Ή για μένα τραγουδήθηκε. Και μετά θα πέσω για ύπνο. Θα ξαπλώσω στραμμένη στην Ανατολή,
μην τυχόν και χάσω τον ήλιο που γεννιέται πάνω απ το νησί. Και θα μαι κουλουριασμένη αγκαλιά με τα γυαλιά μου. Που θα ναι σπασμένα κάθε πρωί. Δεν έχει πανσέληνο απόψε αλλά κοντεύει. Και διαφεντεύει τις λίγο σαλεμένες ψυχές,
τα λίγο σαλεμένα απ τη θέση σώματα. Κάτω απ την σκιά της αφεντιάς της δεν θα ζητήσω άλλο σκέπασμα.
Υπόσχομαι.
'Ήταν σα να σε πρόσμενα κυρά, απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα, κι έλεγα: Θα 'ρθει απόψε απ' τα νερά, κι από τα δάσα!
Θα 'ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι, και θα μυρίζει φώτα [ήλιο] και βροχή το νιο φεγγάρι!...
Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ, στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα, και να μαζί σου κιόλας αρχινώ, χρυσή, κουβέντα.
Πως να... θα μείνει ο κόσμος με το "μπα" που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά, προς τη σελήνη...
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ... Κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωϊμένα! - μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα), χρυσή, κ' εσύ με μένα!...
Τόσο πολύ μ' αγάπησες, κυρά, που άκουγα διπλά τα βήματα μου! πάταγα γω - στραβός - μες στα νερά; κ' εσύ κοντά μου!...
Θα μπορούσα να το βαφτίσω σαν την άτυπη δανειστική βιβλιοθήκη του χωριού. Και την πιο ζωντανή. Δεν ξέρω πόσες γενιές παιδιών μεγάλωσαν με τα βιβλία αυτού του σπιτιού. Δεν ξέρω πόσες ψυχές γέμισαν με εικόνες ταξίδια και αράδες. Ξέρω πως τούτο δω το σπίτι είναι κομμάτι δικό μου για πάντα. Το τρίξιμο της μπορντώ καγκελόπορτας,δυο βήματα,ένα σκαλί, δέκα βήματα και η εσωτερική είσοδος. Στο άνοιγμα σε πρώτη θέα το Κεφάλαιο του Μάρξ. Και μετά από εκεί ένας χείμαρρος από βιβλία, πίνακες αγαπημένους στους τοίχους,μουσικές λατρεμένες στο σιντί. Εκεί απέναντι απ το τζάκι. Κάθε σημείο του σπιτιού μια μικρή ιστορία διαβάσματος. Κάθε μαξιλάρι αυτού του σπιτιού ένας λατρεμένος χώρος κουβέντας. Διακοσμημένο μέχρι το τελευταίο κομπολόι με μεράκι και αγάπη. Αγάπη για την παράδοση,την αριστερά,το διάβασμα,την τέχνη. Δεν ξέρω τί θα μπορούσα να γράψω για αυτούς τους δυό ανθρώπους. Είναι λίγες οι λέξεις. Ούτε πόσες φορές έχω περάσει εκείνο το κατώφλι. Αδυνατεί η μνήμη. Ξέρω όμως πως βαθιά μέσα μου οι μορφές τους έχουν δεθεί με την πολύ βαθιά ουσία της λέξης Δάσκαλος. Καθηγητής.Των Μαθηματικών,του διαβάσματος, της τέχνης,της πολιτικής,της στάσης ζωής. Δάσκαλοι της ζωής. Αγέρωχοι και ανυπόταχτοι. Σαν εκείνα τα καλοκαίρια που μπαινόβγαινα μέρα παραμέρα στο σπίτι τους πηγαινοφέρνοντας βιβλία. Και δώστου να φωνάζει ο Δημητράκς’μ... Και δώστου να τσεκάρει αν τα διάβασα. (Έιδικά σε κείνο το "Κρίμα και Άδικο") Και δώστου να γελάει η Φιλιώ. Και να ψάχνει πάντα να μου φέρει το επόμενο καλύτερο αδιάβαστο. Λουντέμης,Φακινού,Καζαντζάκης,Μάρκες,Πέτρουλα,Ρίτσος,Λιαρούτσος,... Ένα κάρο βιβλία.Κυριολεκτικά. Και αργότερα όταν αρχίσαμε τα Μαθηματικά. Η επιμονή τους,η αγάπη τους,η προσπάθεια τους. Σκυμμένοι πάντα στα βιβλία και πάνω μας. Γενιές παιδιών απ τα χέρια τους. Γενιές ονείρων στην πιο γλυκειά θυρίδα της σκέψης τους. Εκείνο το σπίτι δεν θα μπορούσε ποτέ να ναι αλλιώς. Εκείνη η ματιά τους δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αλλιώς. Και κείνη η αγάπη τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς. Μεγάλο-Τεράστιο το ευχαριστώ,το ευγνωμονώ,το θυμάμαι... Δημητράκ...θα βάλς κανα τσκάλ φασλέλια στ παραχούτ’ να πιούμι κανά ούζου;; Και Θεοδωράκη στο σιντί....
Στα τρένα,στα λεωφορεία,στα μ.μ.μ. επιλέγω πάντα τις ανάποδες θέσεις. Στ αυτοκίνητο χαζεύω τον έξω κόσμο απ τον καθρέφτη. Σκηνές,εικόνες που φεύγουν,χάνονται. Προς τα πίσω. Η καλύτερη αίσθηση του χρόνου. Μακραίνει ο χρόνος.. Ο τόπος.
Οι εποχές.
Και οι εικόνες. Χρόνος,ώρες,λεπτά,δευτερόλεπτα. Φεύγουν προς τα πίσω. Πέρασε ο χρόνος.
Πάει ο χειμώνας.
Έφτασε η άνοιξη...
Τόσες μέρες εκτός. Μάνα,Απόκριες,Γάμος,Κουμπαριά,Αρρώστια. Άνθρωποι,σκέψεις,γέλια,δάκρυα,εκφράσεις,πόνος,χαρά,κούραση,ελπίδα. Σαν τις στροφές του δρόμου στον υπόγειο σιδηρόδρομο.
Σχεδόν ανεπαίσθητη κλίση του συρμού,σε μια μεγάλη στροφή
,μεταφερόμενη από βαγόνι σε βαγόνι. Σχεδόν ανεπαίσθητη ζαλάδα απ την αντίθετη τροχιά του κορμιού.
"Μακραίνει ο χρόνος, μακραίνεις. Η εικόνα σου ασάλευτη στο μέσα τοίχο.
Ακούω. Κάτι ραγίζει στο ξύλο, στο τζάμι, στον καθρέφτη.