Χτες βράδυ κατά τις δύο ξύπνησα απ΄εφιάλτη βαρύ.
Γερό.
Ο εφιάλτης μιας ζέστης που μου πλάκωνε το στήθος,
θαρρείς και ήταν σπίτι πέτρινο ερειπωμένο, δίπλα στη θάλασσα.
Με βάρυνε το μέρος, μ έσκιαξε η εικόνα.
Ήταν η όψη του αλλιώτικη, βαριά, γερασμένη, αφημένη.
Έσερνε στα κεραμίδια του αιώνες βροχής και αγέρα,
να λυσσομανάει απ τη θάλασσα.
Τα παραθύρια του ξύλινα, είχαν φαγωθεί απ την αλμύρα.
Και ότι άλλοτε δέσποζε κυρίαρχο λαμπερό και ονειρεμένο,
σάπιζε μεσα στη μοναξιά μιας απέραντης σιγής.
Άδειο, ούτε παιδικές φωνές ούτε χνώτα στα τζάμια.
Δεν γέμισε ποτές.
Σκυθρωπό και άψυχο.
Άχρωμο, δίχως μυρωδιές και μπαχάρια στην κουζίνα.
Με μια πίκρα ενός ονείρου που ποτέ δεν έφτασε να πληρωθεί.
Θηρία και στοιχειά, στιλέτα και σφαίρες
το βύθιζαν στη θλίψη μιας χειμωνιάτικης σιωπής.
Απελπισμένη έψαχνα νερό, ποτό, τσιγάρο, ηρεμία, ν αλλάξει τη πίκρα
ενός ερμητικά κλεισμένου στόματος.
Ποτέ δεν τ άντεξα να φέρω τα όνειρα στην προβλήτα
και να τους δώσω το χέρι να μ ακολουθήσουν στη στεριά.
Να πορευτούν δίπλα μου ή μπροστά από εμένα.
Καραβοκύρης δεν υπήρξα ποτέ.
Ούτε καπετάνισσα.
Όλη η νύχτα χτες, γέμισε μ ανθρώπους βαρίδια.
Γέμισε μ όστρακα δολώματα, πεταμένα και άχρηστα.
Χρόνια κλεισμένα όστρακα ποτισαν δηλητήρια.
Τί τα θες;;
Το πρωί όλα είχαν χωθεί βαθειά στη γέμιση του μαξιλαριού.
Την θάλασσα είδα και αφέθηκα στην αγκαλιά ενός καλοκαιριού, αυτού του καλοκαιριού
του φετινού, τόσο δυνατού και γεμάτου
δικού μου.
Μοναδικού μου.
Ήλιος
Ένας κλέφτης
Και η Θάλασσα.
Αιώνια γιατρειά.
Μου.
Οι φωτό είναι ΟΛΕΣ απ το νησί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου