Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Τσιμπήματα

Παιχνίδι είναι...
Πες ότι σου ρθει μου λεγες...
 
Στην αρχή μίλα μου για ταξίδια.
Ταξίδια του νερού, της θλίψης, καταρτιών, του νου  και των ματιών...
 Ταξίδεψε μαζί μου στους πιο καθαρούς βυθούς.
Στους πιο μεγάλους σου βυθούς.
Έκεί που είτε καθαρίζεις είτε πνίγεσαι.
Και μην ξεχάσεις να δοκιμάσεις τη γεύση του χεριού μου στολισμένη με αχινούς...
 Παίξε μαζί μου τα παιχνίδια των μαχαιριών.
Στιλέτα μα όποιο πάει βαθύτερα κερδίζει.
Όποιο στρίψει ευκολότερα νικάει
Σαν παιχνίδι.
Στο τέλος να γελάς.
Σαν στρίψεις είναι που θα γυρέψεις τοίχο ν ακουμπάς.
Να μην φαίνεσαι μονάχα.
Νικητής.
 Τα βράδυα μην ξεχνας τα όνειρα.
Ν αντέχεις να κοιμάσαι στην αγκαλιά τους
Ή να μην κλείνεις ματιά.
Θυμάσαι;;
 Μια σκέψη και ο ύπνος χάνονταν.
Τότες.
Και από εκεί.
Μακρυά.
 
Παίξε μετά στο παιχνίδι των λέξεων.
Του παράπονου, της γλύκας, της γκρίνιας,
της ζήλειας,
της αδυναμίας,
λίγο από νάζι,
λίγο από εκείνο του παιδιού
που ζητάει απεγνωσμένα δυνατά και μόνο αγκαλιά και χάδια.
Θα μπεις αναγκαστικά στο παιχνίδι της μέρας.
Του πρωινού.
Κάθε λογιώ.
Της βροχής σκυμμένος βιαστικός
'Η του καλοκαιριού της θάλασσας του μπλε και του σγουρού χαμόγελου.
Μετά του σούρουπου
Ή του τσιμέντου ή της θάλασσας
Της ρίζας ή του ταξιδιού.
Του γέλιου πάνω απ όλα.
Ή του τσιμπήματος.
Του μικρού
Που μοιάζει με παιχνίδι μα το δέρμα μελανιάζει από πόνο.
 
 
Και κάθε φορά που θα βγάζεις ένα κοχύλι,
θ ακούς ένα όμορφο τραγούδι δυνατά ,
θα ζωγραφίζεις κάτι στο χαρτί αφηρημένα και αφημένα,
 θα γράφεις μια δυό λέξεις στην ψυχή σου
θα διαβάζεις αράδες ψυχές και μάτια,
θα βουτάς στη θάλασσα,
θα μυρίζεις κάτι που σε ταξιδεύει
ή θα γεύεσαι μια γεύση που σε πάει στη κουζίνα της γιαγιάς
 θα ζείς για τούτο το παιχνίδι.
Και θα γυρίζεις πάντα εκεί.
Εδώ.
Παντού.
Και πάντα
Ή για πάντα.
Μην ξεχνάς.
 
 
 Μέλισσες - φωτεινή Βελεσιώτου
Να σε μισήσω είν αργά
αέρας με δροσολογά
με κυνηγούν οι μέλισσες
κι εσύ, που δεν με θέλησες.
Τινάζω το βασιλικό
να σταματήσω το κακό
σ είχανε δέσει μάγισσες
μα πάλι εσύ με ράγισες.

Νυχτώνει, βγαίνω να σε βρω
σα φεγγαράκι δυο μερώ
κλειστά παραθυρόφυλλα
να μ΄ αγαπάς, πώς το θελα.

Θυμάρι ρίχνω στις φωτιές
με τυραννούν οι ομορφιές
οι ομορφιές οι φόνισσες
κι εσύ που με λησμόνησες.

Αν κλάψω, μη με φοβηθείς
την ένιωσα και πριν χαθείς
μια πίκρα στο ροδόνερο
γιατί μ αρνιόσουν τ όνειρο.
Θα ρίχνω εκεί που περπατάς
τον όρκο μας να τον πατάς
κι ας με πονούν οι μέλισσες
κι εσύ, που δεν με θέλησες
 
Το τραγούδι παραπονιάρικο.
Με τσιμπήματα σαν από μέλισσες...
Απόψε παιχνίδια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πού πήγε;;