Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Μπιθικώτσης


 Οι Βεργούλες - Γρηγόρης Μπιθικώτσης
 
Τα δυο σου χέρια πήρανε
βεργούλες και με δείρανε

Με κάψαν τα φρυδάκια σου
και τα γλυκά ματάκια σου

Έλα μαζί μικρούλα μου
να γειάνεις την καρδούλα μου

Παλάτια θα σου χτίσω εγώ
να σ’ έχω μέσα Μαριγώ

(Στη δεύτερη εκτέλεση οι στίχοι είναι:)

Τα δυο σου χέρια πήρανε
βεργούλες και με δείρανε
και τη χαρά μου πήρανε

Τα χέρια σου με κάψανε
που άλλον αγκαλιάσανε
και δε με λογαριάσανε

Μ’ αυτά τα χέρια σου τα δυο
σκάψε τη γης βαθιά να μπω
να μη σε βλέπω και πονώ


Δραπετσώνα- Γρηγόρης Μπιθικώτσης
 
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το `δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Κι’ όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
 
 
Αητός χωρίς φτερά- Μπιθικώτσης
 
Σαν τον αετό είχα φτερά ώ ώ ώ
και πέταγα
και πέταγα πολύ ψηλά
μα ένα χέρι λατρεμένο
ένα χέρι λατρευτό
μου τα κόβει τα φτερά μου
για να μη ψηλά πετώ

Είμ’ αετός χωρίς φτερά
χωρίς αγάπη και χαρά
χωρίς αγάπη και χαρά
είμ’ αετός χωρίς φτερά

Το χέρι αυτό το λατρευτό ώ ώ ώ
μες στη ζωή
μες στη ζωή θα τ’ αγαπώ
ό,τι και να μου ’χει κάνει
όλα του τα συγχωρώ
με φτερούγες τσακισμένες
πάντα εγώ θα τ’ αγαπώ
 
 
Η διάθεση απόψε είναι βαριά.
Αποπνικτικό τ απόγευμα, και ας έρχεται απ τα δυτικά (ακριβώς)
που και που καμιά ανάσα Αγέρα.
3 μετράω ως τώρα.
Μπιθικώτσης για αρχή.
Τρία τραγούδια μάλλον τα πιο αγαπημένα του απ τα λαικά.
Στο πρώτο, η διάθεση είναι να γονατίσω για να χτυπήσω παλάμάκια,
 σ όποιον μπορεί να το χορέψει.
Σ όποιον βαστάει το βάρος του.
Στο δεύτερο,
 σαν κάθε φορά που το ακούω,
 θα χόρευε η ψυχή μου με τα μάτια κλειστά.
Με μια ανάσα και πολύ πόνο.
Αλλά ο μεγάλος στεναγμός θα βγαινε στο τρίτο.
Το βαρύ.
Που περιγράφει διάθεση και κουράγιο.
Αντοχές και πλακώματα.
Χωρίς φτερά.
Άντε να δούμε πού θα μας καταλήξει η νυχτιά απόψε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πού πήγε;;