Ο άνθρωπος του κάβου
Χάρις Αλεξίου
Πάνω σ’ ένα μαύρο κάβο είν’ το σπίτι του
μοναχός συντροφεμένος απ’ τη λύπη του
Ήταν νέος, ήταν γέρος δε θυμάμαι πια
μα θυμάμαι πως μιλούσε μόνο στα πουλιάΚαι κανένας δεν τον είχε κάνει φίλο του
πάντα μοναχός γυρνούσε με το σκύλο του
Κι όπως μάζευα κοχύλια κι άσπρα βότσαλα
ήρθαν κι έκατσαν κοντά μου δυο γλαρόπουλα
Μου `παν να τον πλησιάσω που `μαι μοναχή
να του φτιάξω μιαν αγάπη να μιλάει γι’ αυτή
Μα η δικιά μου η αγάπη είναι η θάλασσαγια μοναδική μου φίλη την εκράτησα
Να μου τραγουδήσει πάλι την παρακαλώ
μήπως την ακούσει κι έρθει μέχρι το γιαλό.
Η μανούλα μου η γοργόνα η Μαγδαληνή
να της πω να του χαρίσει πάλι τη φωνή
Να μου πει τα μυστικά του και τα λάθη του
που τον κρύψαν απ’ τους φίλους κι απ’ τα πάθη του
Κι ύστερα να πλύνω τ’ άστρα να του φέξουνε
νά `ρθει πριν φανούν οι γλάροι κι με κλέψουνε.
Πάνω σ’ ένα μαύρο κάβο όλη μου η ζωή
να μετράω τους πειρατές της κάθε χαραυγήΚαι η μάνα μου δε βγαίνει κι ούτε φαίνεται
το τραγούδι μου στο κύμα μέσα πνίγεται
Την αγάπη να διαλέξω ή τη θάλασσα
απ’ τις δύο ποια με πονάει δε λογάριασα
Κι έτσι ανάμεσα στις δύο τώρα αφήνομαι
μα καμιά δεν είναι δικιά μου και μαραίνομαι
Πάνω σ’ ένα μαύρο κάβο όλη μου η ζωή
να μετράω τα όνειρα της κάθε χαραυγή
μοναχός συντροφεμένος απ’ τη λύπη του
Ήταν νέος, ήταν γέρος δε θυμάμαι πια
μα θυμάμαι πως μιλούσε μόνο στα πουλιάΚαι κανένας δεν τον είχε κάνει φίλο του
πάντα μοναχός γυρνούσε με το σκύλο του
Κι όπως μάζευα κοχύλια κι άσπρα βότσαλα
ήρθαν κι έκατσαν κοντά μου δυο γλαρόπουλα
Μου `παν να τον πλησιάσω που `μαι μοναχή
να του φτιάξω μιαν αγάπη να μιλάει γι’ αυτή
Μα η δικιά μου η αγάπη είναι η θάλασσαγια μοναδική μου φίλη την εκράτησα
Να μου τραγουδήσει πάλι την παρακαλώ
μήπως την ακούσει κι έρθει μέχρι το γιαλό.
Η μανούλα μου η γοργόνα η Μαγδαληνή
να της πω να του χαρίσει πάλι τη φωνή
Να μου πει τα μυστικά του και τα λάθη του
που τον κρύψαν απ’ τους φίλους κι απ’ τα πάθη του
Κι ύστερα να πλύνω τ’ άστρα να του φέξουνε
νά `ρθει πριν φανούν οι γλάροι κι με κλέψουνε.
Πάνω σ’ ένα μαύρο κάβο όλη μου η ζωή
να μετράω τους πειρατές της κάθε χαραυγήΚαι η μάνα μου δε βγαίνει κι ούτε φαίνεται
το τραγούδι μου στο κύμα μέσα πνίγεται
Την αγάπη να διαλέξω ή τη θάλασσα
απ’ τις δύο ποια με πονάει δε λογάριασα
Κι έτσι ανάμεσα στις δύο τώρα αφήνομαι
μα καμιά δεν είναι δικιά μου και μαραίνομαι
Πάνω σ’ ένα μαύρο κάβο όλη μου η ζωή
να μετράω τα όνειρα της κάθε χαραυγή
Η βόλτα η πρωινή σ ένα μεγάλο κάβο,
με τη μικρή μου είχε 8 νότες απ αυτό το τραγούδι.
Οι δύο φάλτσες και παράφωνες. Σαν δίδυμο όμως μελωδία.
Οι άλλες 6 ,αρμονικά δεμένα, ανά τριάδες.
Τα καράβια, η θάλασσα, οι ήχοι του λιμανιού,
τούτα τα δυό μαζεμένα τριήμερα,με πιάνει νοσταλγία.
Και εκεί στο λιμάνι φλερτράει η ψυχή.
Ένα βήμα και είσαι αλλού.
Μοναχά μια μπουκαπόρτα σε χωρίζει από ταξίδι, επιστροφή, ανθρώπους,
τόπους ,παιδικά χρόνια, σπίτι, και τούτη την Ανάταση της ψυχής που μόνο στο χωριό συμβαίνει.
Με ένα μαγικό, διαφορετικό τρόπο.
Σαν να σαι αλλιώς.
Σαν να σαι άλλος.
Πολύ θα θελα να είχαμε ήδη σαλπάρει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου